United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία βάρκα διέρχεται εγγύτατα της ακτής με το ιστίον ελαφρώς κολπούμενον υπό της ενταθείσης πνοής της εσπέρας. Ακούω τον υγρόν θρουν του σχιζομένου υπό της πρύμνης νερού· και μετ' ολίγον έρχεται δροσερά συμφωνία νεανικών φωνών, απομακρυνομένων προς το Νέον Φάληρον: Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι

Το μοναστήριον ήτο ιδρυμένον εντός βαθείας φάραγγος, χωρούσης κατωφερώς προς την θάλασσαν, και αποληγούσης εις όρμον. Από των μικρών παραθύρων εφαίνοντο τα κυανά κύματα εξαπλούμενα ως άπειρος υγρά άρουρα, ην ο βορράς ώργονε διά της ισχυράς πνοής του. Η αντίπνους ριπή του ορμητικού τούτου ανέμου έφθανε μέχρι του γηραιού κτιρίου, και οι τοίχοι αυτού εσείοντο υπό τον ισχυρόν κτύπον της πνοής του.

Παρετηρήθη μάλιστα ότι το έαρ οι μεστοί καλύκων αυτών κλώνες έκυπτον προς αλλήλους, ως ει εσκόπουν, διά της ηδείας αυτών πνοής θερμαινόμενοι, αμοιβαίως να επισπεύσωσι την άνθησιν. Τα εύοσμα άνθη διεδέχθησαν τα εύχροα μήλα· αλλά μήλα θαυματουργά καθότι πας ο γευόμενος του καρπού της μιας των μηλεών κατελαμβάνετο υπό ακαταβλήτου συμπαθείας προς τον φαγόντα εκ της ετέρας.

Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον. Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά.

Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας.

Εγώ και το ξίφος μου θα καταλάβωμεν θέσιν εν τη ιστορία. Υπάρχει ακόμη ελπίς περί τούτου. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ιδού ο ανδρείος μου Αντώνιος! ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Θα τριπλασιασθή η δύναμις των νεύρων της καρδίας και της πνοής μου, και θα κτυπήσω ανηλεώς.

Και κατεκρήμνιζεν αυτά διά μιας πνοής του και διά μιας κινήσεως της ατμώδους χειρός του το κυρίαρχον Φάσμα της Μεγάλης Οδού. Είδον μέθυσον, πίνοντα εις υγείαν παντός, όστις διήρχετο εκ του οινοποιείου. — Θαυμάσιος άνθρωπος! λέγω. Πόσον αγαπά τους διαβάτας, και εύχεται υπέρ της υγείας αυτών! Μετά τινα ώραν βλέπω αυτόν να καταπίπτη αναίσθητος.

Έκαμε τον μέγαν Καίσαρα να κατακλιθή με το ξίφος, εκαρποφόρησε δε ο υπ' αυτού καλλιεργηθείς αγρός. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ημέραν τινά την είδον να πηδά τεσσαρακοντάκις με ένα πόδι επί της δημοσίας οδού. Απολέσασα δε την αναπνοήν ωμίλει και ήσθμαινε ούτως, ώστε και αύτη η πάθησις μετεβάλλετο εις χάριν, και άνευ πνοής ακόμη ανέδιδε ζωήν. ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Τώρα ο Αντώνιος πρέπει να την αφήση εντελώς.

Αλλ' εις ην δεινήν κατάπληξιν ευρίσκετο, δεν ήτο δυνατόν να κρίνη ασφαλώς. Ο ληστής, ως κεραυνόπληκτος σταματήσας, εξηκολούθει να βλέπη προς το ρεύμα κάτω, όπου διά μέσου των κλαδιών ελεύκαζον αι τέσσαρες κρεμάμεναι λευκαί μανδήλαι των τεσσάρων αδελφών, κινούμεναι ελαφρώς υπό της δροσεράς πνοής του ρεύματος.

Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός ανάγκην φωτός, διότι ο άγνωστος ήρχετο και απήρχετο εν βαθυτάτω σκότει, διενοήθη να σώση ένα των λύχνων του κοιτώνος της από της μυστηριώδους και ανεξηγήτου πνοής, ήτις τους έσβυνε μικρόν προ της αφίξεως του αγνώστου εραστού, και πρόσφορον προς τούτο έκρινε να μετατοπίση και κρύψη ένα εξ αυτών όπισθεν βαρείας και πυκνής αυλαίας· τούτο έκαμε, και αληθώς το φως της λυχνίας διέφυγε τον μοιραίον του θάνατον και επέζησε, διαλαθόν ου μόνον τον απόκρυφον φωτοσβέστην, αλλά και αυτού του Έρωτος τον οφθαλμόν, όστις καθιπτάμενος κατάκοπος εις της Ψυχής του τας αγκάλας, κατεκλίθη παρ' αυτήν ανύποπτος πάντοτε και αμέριμνος.