Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Ο Σκούντας τον συνέλαβε και αυτός εκ του πώγωνος. Η Αϊμά τρέμουσα εκ του ψύχους, του άλγους και του φόβου, επλησίασε. Νέα αυτή συμφορά ην δεν ηδύνατο ουδέ να εννοήση. Δύο εχθροί. Πάλη τότε τρομερά συνέβη εν τω σκότει μεταξύ των δύο τούτων ανθρώπων. Πάλη θηριώδης και αδιάλλακτος. Σύγχυσις, ταραχή, κραυγαί και κρότος. Η Αϊμά έμεινε με το στόμα ανοικτόν, και δεν ηδύνατο να εννοήση τι συνέβη.

Εκείνα τα οποία οι παίδες, καίτοι έξυπνοι, βλέπουσιν εν τω σκότει, μάλλον φαντάζονται ότι βλέπουσιν. Ούτε τούτο είναι ενύπνιον. Και ότι δεν ήσαν ενύπνια ως εφαντάζοντο. Προ πάντων οι έχοντες τάσιν εις υπνοβασίαν• εις τους παίδας όμως τα φαινόμενα ταύτα είναι συχνά. O γρηγορών δύναται εν μέρει να κοιμάται και ο κοιμώμενος δύναταί πως να αγρυπνή.

Κρυφή και εν τω σκότει διεδραματίσθη η σκηνή, και άν τινες την είδον, εσφραγισμένα ήσαν τα χείλη των· αλλ' ο δήμιος εξήλθεν εις το φως βαστάζων από της κόμης την ευγενή εκείνην κεφαλήν, κ' εκεί, εν τη ώχρα του προσφάτου θανάτου, ετέθη επί δίσκου από της βασιλικής τραπέζης. Το κοράσιον την έλαβε, και φρικώδης ως Μέγαιρα την έφερε προς την μητέρα της.

Εν τω αραιώ του προθαλάμου σκότει διεγράφετο αμυδρώς το ισχνόν και υψηλόν του Κιαμήλ ανάστημα με το φωσφοροειδώς λευκάζον σαρίκιόν του, το όποιον ήγγιζε σχεδόν την οροφήν του δωματίου. — Το ξεύρουν μέσα πως ήλθες, Κιαμήλη; Η μητέρα σου ήτο πολύ ανήσυχος, είπον, προσπαθήσας να κρύψω την εμήν ανησυχίαν.

Αλλ' ο άνθρωπος και όσα των χερσαίων αναπνέουσι δεν δύνανται να αισθάνωνται την οσμήν, εάν δεν αναπνέωσι. Την αιτίαν δε τούτων ύστερον θα εξηγήσωμεν. * Όρασις είναι η εν ενεργεία όψις. Εννοεί τα εν τω σκότει φωσφορίζοντα σώματα, άτινα δεν έχουσιν ίδιον όνομα. Το χρώμα είναι ορατόν, ουχί καθ' εαυτό, διότι δεν είναι ουσία, υπόστασις, αλλά είναι πάντοτε εν σώματι ως ιδιότης αυτού.

Η κόρη, άμα ήκουσε ταύτα, ηθέλησε να τον συλλάβη, αλλ' ο κλέπτης εν τω σκότει τη έδωκε την χείρα του νεκρού. Και εκείνη μεν εκράτησε ταύτην, νομίζουσα ότι κρατεί την χείρα αυτού του ιδίου· ο δε κλέπτης, αφήσας αυτήν, εξήλθε της θύρας και έφυγεν. 6.

Και τούτο μακράν πάσης ανθρωπίνης αρωγής, εν τω σκότει της νυκτός, εν τη ερημία εκείνη, επί του ύψους του μεμονωμένου βράχου, υπέρ τον πίπτοντα καταρράκτην, όστις αν δεν είχεν αρκετόν βάθος προς πνιγμόν, είχεν όμως αρκετόν ύψος προς κατασύντριψιν ασθενούς πλάσματος. Οι ολολυγμοί της κόρης αντήχουν κατανυκτικοί και σπαραξικάρδιοι. — Πατέρα! μη με φονεύης!...

Στερούμενος τοιούτου οδηγού ενδέχεται να πλανηθώ· αλλά το αμάρτημά μου και εφ' υμάς θέλει πέσει, Άγιοί μου Πατέρες, οίτινες αντί να θέσετε τον λόγον, την έκθεσιν δηλ. υμών, «ω ς λ ύ χ ν ο ν τ ο ι ς π ο σ ί κ α ι φ ω ς ε ν τ α ι ς τ ρ ί β ο ι ς » των πιστών, προτιμάτε να περιφέρετε αυτόν εν τω σκότει από του εισαγγελέως εις του ανακριτού.

Και ο μεν Γωβρύας συνεπλάκη μετ' αυτού σώμα προς σώμα, ο δε Δαρείος φοβούμενος μήπως διατρυπήση τον Γωβρύαν εν τω σκότει, ίσταται διστάζων. Ιδών δε ο Γωβρύας αυτόν ιστάμενον αργόν, τον ερωτά διατί δεν μεταχειρίζεται τας χείρας του.

Έτοιμη, έτοιμη, Μάχτο! υπάγωμεν, ευθύς· ω, ήλθες, Μάχτο! — Υπάγωμεν, επανέλαβεν εκείνος. Μην αργής!... — Τώρα να ενδυθώ, Μάχτο! Νανάψω το φως. — Ω μην ανάπτης φως, είπε μετά τρόμου ο αποκαλών εαυτόν Μάχτον. Θα μας ίδουν. — Έχεις δίκαιον. Περίμενε να εύρω το φόρεμά μου. Και η Αϊμά εψηλάφησεν εν τω σκότει, ευρούσα δε τας εμβάδας της, εφόρεσεν αυτάς ταχέως, είτα την εσθήτα της.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν