United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμαι λοιπόν μάντις, αν και όχι σπουδαίος, αλλά καθώς οι γνωρίζοντες ολίγα γράμματα προς χρήσιν των, έτσι κ' εγώ αρκούμαι να χρησιμοποιώ την μαντικήν μου εις τον εαυτόν μου μόνον· καθαρά λοιπόν εννοώ το αμάρτημά μου.

Ο Κρίσπος ενέκρινε το σχέδιον της αναχωρήσεως, αλλά δεν εύρε λέξιν συγγνώμης διά τον έρωτα τούτον, τον οποίον εθεώρει ως αμάρτημα.

Το βέβαιον είναι ότι τα περί ου ο λόγος υπεραλατισμένα επεισόδια και αστεία, εάν ηύρυναν ίσως κατά τι τον κύκλον των αναγνωστών, δεν προσθέτουσι τίποτε εις την φιλολογικήν αξίαν του μυθιστορήματος. Τούτο άλλως ησθάνθη αυτός ο συγγραφεύς περικόψας εν τη β' εκδόσει τα μάλλον άκοσμα χωρία και χαρακτηρίζων έκτοτε συστηματικώς το έργον ως «νεανικόν αμάρτημα».

Ο Θευδάς ήθελε ναποσυρθή, αλλ' όμως έμεινε θεωρών εκ περιεργείας. «Κοιμάται!», είπε στραφείς προς αυτόν ο Μάχτος. «Άφησέ την να κοιμηθή», απήντησεν ο Θευδάς, κατά λάθος, διότι σκοπός του ήτο να είπη: «Εξύπνησέ τηνΗγνόει και αυτός πώς να εξηγήση τούτο, αλλ' όμως δεν επεθύμει ναφήση την Αϊμάν κοιμωμένην και ναπομακρυνθή εκείθεν. « Εξύπνησέ την! », είπεν ο Θευδάς, ζητήσας να επανορθώση το αμάρτημα της γλώσσης του.

Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα.

Εθεώρει δε ότι θα ήτο ασέβεια εκ μέρους της και αμάρτημα αν εδέχετο να λέγεται ομοία προς την Κνιδίαν Αφροδίτην και την εν κήποις.

Δεν υπάρχει κακία άμα τόσον απορροφητική, τόσον άλογος, και τόσον ευτελής όσον η φιλαργυρία, και η φιλαργυρία ήτο το δεσπόζον αμάρτημα εις την σκοτεινήν ψυχήν του προδότου Ιούδα.

Ο Πέτρος έθηκε τας χείρας επί των κεφαλών των λέγων: — Αγαπάσθε εν Κυρίω και διά την δόξαν Αυτού, διότι δεν υπάρχει αμάρτημα εις την αγάπην σας.

Συνέφερε τότες ο Θεοδόσιος, και σταλήθεια μετάνοιωσε. Κι αφού έμεινε μερικόν καιρό τραβηγμένος και βασανισμένος από τη συνείδησή του, πρόβαλε μια μέρα στη Μητρόπολη να λειτουργηθή. Παρουσιάζεται τότες ο Αμπρόσιος στης εκκλησιάς το νάρθηκα, και του λέει να μη σιμώση και μολύνη το Ναό του Θεού με την παρουσία του, και πως τέτοιο αμάρτημα χρειάζεται καιρό και καιρό μετανοιωσύνη και προσευκή.

Αφ' ετέρου όμως ουδείς δύναται ν' αρνηθή ότι ο Πανάγαθος Θεός μας αφήκεν εν τω πλήθει του ελέους του και πολλά πράγματα, αν και υποπίπτομεν πάντες εις το φοβερόν αμάρτημα να γεννώμεθα απόγονοι της Εύας.