United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι. Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.

Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να σφαλήσουν καλά τ' αμπάρια και να καθήση άγρυπνος ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη ο φανός του Στρόμπολι. — Καλό πνίξιμο! ακούω πίσω μου στριγγιά φωνή. Σπασμοί μ' έπιασαν. Την εγνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και συντρόφου τόρα στη σκούνα μου.

Τη προσέτριψα τας χείρας και τους κροτάφους, και μετήλθα παν ό,τι εκ πείρας και εκ πολυαρίθμων ιατρικών μελετών εγνώριζα, αλλά μάτην· το ερύθημα και οι παλμοί και πάλιν εξηφανίσθησαν, τα χείλη ανέλαβον την προτέραν νεκρικήν έκφρασιν και εν μια στιγμή αποκατέστη και πάλιν επί του πτώματος η παγετώδης του θανάτου ψυχρότης, και προσέλαβεν ήδη τούτο τα χαρακτηριστικά σώματος προ πολλού ενταφιασθέντος.

Και κατ' αρχάς εσκέφθηκα ότι ηδυνάμην ευθύς και όπως ήμουν να εισέλθω• διότι ενόμιζα ότι ευκόλως θα διέφευγα την προσοχήν, αφού κατά το ήμισυ ήμουν αετός, εγνώριζα δε ότι προ πολλού ο αετός ήτο φίλος του Διός• αλλ' έπειτα εσκέφθην ότι θα μ' εννοήσουν, αφού είχα μίαν πτέρυγα γυπός. Έκρινα λοιπόν ότι το καλλίτερον ήτο να μη εκτεθώ εις τοιούτον κίνδυνον και πλησιάσας εκτύπησα την θύραν.

ΤΥΧ. Και άλλοτε εσύχναζα εις το σπήτι του, όταν είχα καιρόν, σήμερον δε επειδή είχα ανάγκην να συναντήσω τον Λεόντιχον, με τον οποίον, ως γνωρίζεις, είμεθα πολύ φίλοι και έμαθα από τον υπηρέτην του ότι επήγε από το πρωί να επισκεφθή τον Ευκράτην, ο οποίος είνε άρρωστος, επήγα διά δύο λόγους και διά να εύρω τον Λεόντιχον και διά να ίδω τον Ευκράτηνδιότι δεν εγνώριζα ότι ασθενεί. — Αλλά τον Λεόντιχον δεν ευρήκα- διότι προ ολίγου, ως μου είπαν, είχε φύγειευρήκα όμως άλλους πολλούς και μεταξύ αυτών τον περιπατητικόν Κλεόδημον, τον στωικόν Δεινόμαχον και τον Ίωνα, ο οποίος, ως γνωρίζεις, έχει την αξίωσιν να θαυμάζεται διά τα έργα του Πλάτωνος, ως ο μόνος ακριβώς εννοών τας ιδέας του φιλοσόφου και μόνος δυνάμενος να τας μεταδώση εις άλλους.

Τον ήχον αυτόν τον εγνώριζα αρκετά καλώς. Ήτο η καρδιά του γέρου που εκτύπα. Καθώς ο κρότος του τυμπάνου κεντρίζει τα θάρρος του στρατιώτου, ο θόρυβος αυτός δεν έκαμεν άλλο τίποτε από του ν' αυξήση την μανίαν μου. Συνεκρατήθην ακόμη ολίγον, και εστάθηκα εμβρόντητος. Μόλις ανέπνεα. Εκρατούσα το φανάρι ακίνητον. Με πόσην επιμονήν προσπαθούσα να κρατήσω την ακτίνα ακριβώς επάνω εις το μάτι.

Ο αγωγιάτης μου, εικοσαετής περίπου χωρικός, ρωμαλέος, καλόκαρδος και ευτράπελος, δεν εβράδυνε να προκαλέση και να ελκύση την εμπιστοσύνην μου. Πριν έτι προφθάσωμεν εις της οδοιπορίας μας το τέρμα εγνώριζα τα καθέκαστα του ταπεινού βίου του, τω εξεμυστηρεύθην δε κ' εγώ το όνομα και την καταγωγήν μου, αλλ' όχι και τον κύριον της επανόδου μου σκοπόν.

Αυτά 'πε, και ανεχώρησετα δώμα του Οδυσσέα. 715 και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει πλειά να καθίσητο θρονί,—κ' ήσαν πολλάτο σπίτιαλλάτου τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 'πουτην Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 την ώρα 'π' αυτός έμπαινετο βαθουλό καράβι• και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, ή εμένα εδώ θε ν' άφινετο σπίτι απεθαμένη. αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, 'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».

Εγνώριζα ότι ήτο ανασηκωμένος από τον πρώτον μικρόν θόρυβον και ότι εστράφη εις το κρεββάτι του. Έκτοτε ο τρόμος δεν έπαυσεν αυξάνων. Έκαμεν όλα τα δυνατά διά να πεισθή ότι ο τρόμος αυτός ήτο χωρίς αιτίαν, αλλά δεν κατώρθωσε να το επιτύχη.

Λίγεια είπε μετά βραχείαν σιωπήν, δεν σε εγνώριζα πρότερον. Τώρα ηξεύρω, ότι έλαβα κακόν δρόμον διά να φθάσω μέχρι σου. Σου λέγω λοιπόν: Επίστρεψον εις της Πομπωνίας Γραικίνας και έσο πεπεισμένη ότι εις το μέλλον κανείς δεν θα σηκώση χείρα εναντίον σου. Το πρόσωπον της Λιγείας εσκυθρώπασεν αίφνης.