United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ επλησίαζα ένα κομμάτι ψωμιού προς τα χείλη μου, μία ιδέα αόριστος, ιδέα όμως αντιπροσωπεύουσα χαράν και ελπίδα με κατέλαβεν. Εν τούτοις τι με συνέδεε πλέον με την ελπίδα; Καθώς είπα, ήτο μία αόριστος ιδέα. Δεν είναι δε σπάνιον να συλλαμβάνη τις ιδέας ασυμπληρώτους. Η ιδέα αύτη όμως υπήρξε θνησιγενής. Εις μάτην προσπαθούσα να την συμπληρώσω, να την αναζωογονήσω.

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.

Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι° αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα.

Και με ξάφνισμα παρατήρησα πως τώρα μπορούσα να κάνω τη σκέψη χωρίς πίκρα, μόνο γιατί τώρα την αιστανόμουνα τόσο κοντά μου, όπως ποτέ άλλη φορά. «Δε θα πεθάνη», συλλογίστηκα έπειτα από μια στιγμή. «Θα ζήση». Και παρατήρησα την αντιλογία στη σειρά των στοχασμών μου. Κάθησα στην κάμαρά μου και προσπαθούσα να διαβάσω.

Τι τρέχει; είπεν η γραία, προσπαθούσα να φανή ατάραχος. · — Οι ταχτικοί σε χαλεύουν; Τι ζαράρ έκαμες, χριστιανή; Τρέχουν οι ταχτικοί γυρεύοντάς σε. Σήκου, τρέχα! να κρυφτής πουθενά, μπάριμ! Σε λυπούμαι καϋμένη! Τι κρίμα έκαμες; — Εγώ; κρίματα πολλά . . . Μα δεν ξέρω γιατί να με γυρεύουν οι ταχτικοί, που μου λες; — Τρέχα, κατά 'δω έρχονται τόρα.

Ποτέ ο Λιάκος δεν την είδε τόσον εύθυμον. — Δεν το βλέπω τόσον αστείον το πράγμα, είπε μετά πολλής σοβαρότητος. — Με συγχωρείς, απεκρίθη εκείνη, προσπαθούσα να συγκρατήση τον γέλωτα. Με συγχωρείς αν σε προσβάλλω εις το πρόσωπον του φίλου σου, αλλά δεν ημπορώ να τον φαντασθώ ως γαμβρόν και να μη γελάσω. Και ήρχισε πάλιν φαιδρυνομένη.

Θελήσας δε να πη και αυτός κάτι τι, απηύθυνε μίαν ανόητον ερώτησιν: — Και τουλόγουσου καλιά 'χεις στο χωριό; Αλλ' η Πηγή τώρα επρόσεχεν εις τους προπορευομένους γονείς των, προσπαθούσα να βεβαιωθή αν ορθώς είχε μαντεύση το αντικείμενον της ομιλίας των. Ο Σαϊτονικολής εφαίνετο φαιδρός, ο δε Θωμάς ολιγώτερον του συνήθους σκυθρωπός.

Όλη αυτή η περίοδο δεν άφησε στη συζυγική ζωή μας άλλο σημάδι, παρά μόνο πως την έκαμε πιο εγκάρδια και προφυλαχτική παρότι είτανε πριν. Δεν μπορώ πια να πω με ποιον τρόπο προσπαθούσα να ξηγήσω την αλλόκοτη αυτή παρένθεση, που έγινε μέσα σ' έναν ευτυχισμένο γάμο. Το βέβαιο είναι πως τότε ούτε μπορούσα να υποψιαστώ πως έκρυβε το σπέρμα της τραγικότητας ενός ολάκερου μέλλοντος.

Πολλάκις της ημέρας κατερχομένη εις το δωμάτιον παρεκάλει, ηπείλει, έλεγεν ό,τι αι αισχραί επιθυμίαι της υπηγόρευον, επεδείκνυε στήθη καλλίμαστα και ροδοκόκκινα, βραχίονας ευπαγείς και λευκούς, μηρούς και κνήμας εξαισίου πλαστικότητος, προσπαθούσα διά των θελγήτρων της να τον σύρη εις εαυτήν.

Από πρωίας η κόρη, προσπαθούσα ν' ασπρίση τας κλίμακας και την αυλήν, επαιδεύετο με τη σκούπατο χέρι, και δεν ηδύνατο να τελειώση. Διότι μόλις επλατσάνιζε κανέν σκαλοπάτι, να και ηκούετο ο θρήνος και ετρύπωνεν αμέσως η κόρη τρομασμένη. — Μα μου κάνουν κακό αυτά τα κλαύματα. Δεν ημπορώ να τα ακούω.