United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ δε βλέπων ταύτα, ησθανόμην μεγάλην χαράν και αν ανεγνώριζα κανένα, επλησίαζα και χαμηλοφώνως του υπενθύμιζα τι ήτο εις την ζωήν και πόσον εφούσκωνε τότε όταν από πρωίας ανέμεναν πολλοί εις τα πρόθυρα της κατοικίας του και επερίμεναν την εμφάνισίν του, ενώ οι υπηρέται του τους απεδίωκαν και έκλειαν προ αυτών την θύραν• αυτός δε, αν κατεδέχετο επί τέλους να εμφανισθή επ' ολίγον, καταστόλιστος και χρυσοκόσμητος, ενόμιζεν ότι θα έδιδε την ευδαιμονίαν και την μακαριότητα εις εκείνους εις τους οποίους θ' απηύθυνε χαιρετισμόν και θα προσέφερε το στήθος ή την δεξιάν του προς ασπασμόν.

Και αφού μου έκαμε και άλλα χάδια, με έβαλεν εις ένα χρυσόν κλουβί, και το εκρέμασεν εις τον χοντζερέ της. Κάθε ημέραν οπόταν αυτή εξυπνούσεν, εγώ ελαλούσα με πολλήν νοστιμάδα, και οπόταν ήρχονταν να μου δώση τίποτε να φάγω, αντί να φαίνομαι αγριωμένον, άπλωνα τες φτερούγες μου, και επλησίαζα φέροντας την μύτην μου διά να λάβω το φαγί.

Ο Μίρτος, είπα κατά νουν! Αλλά δεν εστράφην οπίσω, δεν διέκοψα τον δρόμον μου. Έτρεχα και οι πυροβολισμοί εξηκολούθουν πυκνοί, και εσύριζον αι σφαίραι, και έβλεπα εμπρός μου την όχθην προς την οποίαν επλησίαζα, και ήκουσα δευτέραν κραυγήν όπισθέν μου... Ήμην ήδη παρά την όχθην.

Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα.

Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς να ακούσω την φωνήν κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και αυτοί μου έλεγαν να γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή και εκείνην την στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια ανεχώρησε μπουλωμένη, ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν της το οποίον μου εφάνη μεγαλοπρεπέστατον.

Τότε έτρεξα προς εκείνο το μέρος που ήκουον το σύρισμα, και καθώς εγώ επλησίαζα έτσι εκείνη η φωνή εμάκραινε· και ακολουθώντας εις τούτον τον τόπον το σύρισμα, είδα ολίγον τι φως ωσάν ένα άστρον· ως τόσον το ζώον που εσύριζεν επήγαινεν εμπρός και εγώ ακολουθούσα εις το σκότος, αλλά βλέποντας πάντοτε το ολίγον εκείνο φως, έως που τέλος πάντων είδα μίαν τρύπαν αρκετήν του σπηλαίου, και εβγαίνοντας έξω ευρέθην εις το παραθαλάσσιον ανάμεσα σε κάποιους βράχους.

Ύστερον δε αφού είδε δύο και τρεις φορές που να χάση τες αισθήσεις της, οπόταν εγώ εις αυτήν επλησίαζα, εκατάλαβεν ότι η κατάστασις εις την οποίαν την ίδετε, θα ήτον η παίδευσις που εκείνος ο σκληρός φιλόσοφος της έκαμεν.

Αντί να κοιμηθώ, εξήλθα της οικίας αθορύβως. Ήμεθα οι μόνοι αυτής κάτοικοι• ο αγαθός οικοδεσπότης έμενεν εντός του πλοίου του. Από της άκρας της πόλεως, όπου ήτο η κατοικία μας, κατέβην προς τον λιμένα, όσω δ' επλησίαζα προς αυτόν, έβλεπα ανθρώπους προς κίνησιν. Ηρώτησα τι τρέχει και έμαθα ότι η Ύδρα ήναψεν αφ' εσπέρας φανούς. ― Και τι σημαίνουν οι φανοί;― Κατέρχεται στόλος Τουρκικός!

Αυτή από την χαράν της με επήρεν εις τα χέρια της, και με εχάιδευσε, και λέγοντάς μου πολλά λόγια χαϊδευτικά με εφίλησε. Τότε και εγώ από το άλλο μέρος επλησίαζα με πολλήν νοστιμάδα την μύτην μου εις τα χείλη της και την εγλυκοφιλούσα. Α μαργιόλικο, εφώναξε γελώντας, φαίνεται, πως απεικάζεις εκείνο που σου λέγω ω και τι πολλά νόστιμον που είσαι.

Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν, διά να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές όλες τες προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως και διά τον φόβον του Λαλά μου.