United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν δε επέταξε παρ' ολίγον να βυθίση το πλοίον με τον άνεμον των πτερών της• και έφυγεν εκπέμψασα μίαν θρηνώδη κραυγήν. Ημείς εξελθόντες παρετηρούμεν την φωλεάν, η οποία ωμοίαζε με σχεδίαν μεγάλην πλεγμένην από δένδρα μεγάλα. Ήσαν δε εις αυτήν πεντακόσια αυγά και έκαστον ήτο μεγαλείτερον Χιακού πίθου, διεκρίνοντο δε ήδη εντός αυτών οι νεοσσοί και έκραζαν.

Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· σχοινιά τα κοντυλογραμμένα στον ορίζοντα· τα πόμολα που άφιναν νομίζεις φωτεινή γραμμή στον αιθέρα μ' έκραζαν να πάω μαζί τους, μου υπόσχονταν άλλους τόπους, ανθρώπους, πλούτη, χαρές, φιλιά σε μένα άγνωστα στην καρδιά μου όμως αποθηκευμένα, του γονιού μου βέβαια μακρινή απόλαυσις. Και νυχτόημερα η ψυχή μου εκατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξείδι.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ας πάη στην κατάρα του θεού, όποιος απ’ τ’ άγρια δεσμά ελύτρωσε τα πόδια μου τα τρυπημένα, ή μ’ έσωσε απ’ τον θάνατον χωρίς καλό με τούτο να μου κάμη. Γιατί τότε αν επέθαινα, δεν θα θλιβόνταν σήμερα οι φίλοι μου, κι εγώ δεν θα θλιβόμουν! ΧΟΡΟΣ Άμποτε να ’τον, όπως λες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έτσι δεν θα γινόμουνα φονιάς αυτού που μ’ έσπειρε, ούτε νυμφίον θα μ’ έκραζαν οι άνθρωποι της μάνας μου.

Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν, διά να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές όλες τες προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως και διά τον φόβον του Λαλά μου.

Κάθε ένας έλεγε· τι άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν μεταβολήν, οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών τους λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε πως τον είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και έχομεν παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον είδον και αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον και οι γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα.

Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα 5 εκ γενετής• αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι, ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν. να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα• «Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν• 10 και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοίεμένα βλεφαρίζουν για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνωεντροπή μου. αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείςτα χέρια να πιασθούμε».