United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί απ’ έξω ήτο μία στοίβα χόρτου, και μεταξύ της στοίβας και της οικίας ήτο έν μικρόν κτίριον καλαμοσκεπασμένον. — Θα κοιμηθώ εκεί εις την σκέπην, είπεν ο μικρός Κλώσος. Δεν πιστεύω να καταίβη ο πελαργός να μου δαγκάση την νύκτα το πόδι^ διότι παρετήρησεν ότι ένας πελαργός είχεν εκεί παρεπάνω την φωλεάν τον.

Ήδη όμως έτριζε και εβόιζε υψηλά από επάνω των· κάποιο μεγάλο μετέωρον αντικείμενον εσκοτίνιαζε τον αέρα γύρω των. Δύο πυροβολισμοί εσημάδευον όταν η μαύρη του αετού μορφή επετούσε από την φωλεάν.

Και μετ' ολίγον βλέπομεν το όρνεον Ροκ, και κατεβαίνοντας εκεί άρπαξε και τα δύο εκείνα θηρία εις τα νύχια του και σηκώνοντάς τα υψηλά, τα έφερεν ίσως, εις την φωλεάν του.

Εκεί εις τον ήλιον ήτο μία μεγάλη και παλαιά κατοικία γεωργών, περιτριγυρισμένη από περιβόλια και νερά και σταύλους και ορνιθώνας. Εκεί δε μία πάπια εκάθητο εις την φωλεάν της, και εκλωσούσε τα αυγά της. Αλλ' η πτωχή είχε βαρυνθή πλέον να κάθηται τόσον καιρόν. Δεν ήρχοντο δε και αι συντρόφισαί της να την επισκέπτονται συχνά.

Η γλυκεία αύτη απεικόνισις της απόψεως της κατοικίας του Μάκβεθ θαυμάζεται ευλόγως, ως έντεχνος αντίθεσις των προηγηθεισών αγρίων σκηνών και της επερχομένης δολοφονίας, διαπραχθησομένης εντός αυτού τούτου του ηρέμου και γοητευτικού μεγάρου επί των τοίχων του οποίου κτίζει η χελιδών την φωλεάν της.

Μετεχειρίσθη το ολίγον εκείνο χώμα ως ζώπυρον, μετέφερε μακρόθεν επί των ώμων της εκατοντάδας κοφίνων μεστών χώματος, και ούτω κατεσκεύασε την φωλεάν της.

Είτα την φερέοικον μητέρα, οπού δεν είχε κτίσει την φωλεάν της ποτέ, την επήραν άλλαι πνοαί και μετεκόμισαν, τις οίδε πού, εις άλλα κλίματα.

Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως.

Ήλθα να περάσω εδώ την νύκτα. — Και εκείνη έφυγε! τω είπε μετά μεμπτικού τόνου ο άνθρωπος. — Έφυγεν, αλλ' ήλθεν. — Ήλθε; — Βέβαια. — Πού είνε; — Εκεί. — Αλήθεια; — Αλήθεια. — Δεν με γελάς; — Ο Πρωτόγυφτος δεν λέγει ψεύματα. — Και πώς έγεινε τούτο; — Θα σοι το διηγηθώ άλλην φοράν. — Και τώρα; — Τώρα να φύγης απ' εδώ, και να μας παραχωρήσης την φωλεάν σου. — Διατί; — Διά να μη σε γνωρίση.

Διατί η κάρια, το γνωστόν πτηνόν εις την Θεσσαλίαν, αρπάζει και συσσωρεύει εις την φωλεάν του παντοία πράγματα, τα οποία δεν της χρησιμεύουν, σαπούνια, κτένια, υφάσματα, νήματα; Αλλ' οι ημέτεροι κλεπτομανείς δεν είνε δα και τόσον ολίγον εκλεκτικοί. Εις το καφενείον Ζαχαράτου είνε γνωστός ένας κύριος αρκετά εύπορος, όστις δεν αφήνει σχεδόν να περάση ημέρα χωρίς να κλέψη ένα τσουρέκι.