United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί είμαι αποσταμένος από το δρόμο και θέλω να κοιμηθώ για πάντα σιμά σου. Η βασιλοπούλα δεν αποκρίθηκε. Γύρισε και είδε τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της, που τάχαν μαράνει τα δάκρυά της. Και τότε την έπιασε ένα παράπονο κ' έκλεισε το παράθυρό της. Δεν είχε πια τριαντάφυλλα και κρίνα να χαρίση στον αγαπημένο της.

Κατόπιν τούτων ήρχετο η κούρασις τον χορού, το νύσταγμα ευθύς μετά την επιστροφήν, ο βαθύς ύπνος της έως το μεσημέρι και η ιδική βασανιστική αγρυπνία. Δεν κατώρθωνα, όχι να κοιμηθώ, αλλ' ουδέ καν να μένω ήσυχος επί της κλίνης μου.

Εγώ βλέποντάς την τοιούτης λογής θυμωμένην ανεχώρησα, και επήγα διά να αναπαυθώ εις το κονάκι μου· και πριν υπάγω να κοιμηθώ μία σφοδρά θέρμη με επλάκωσεν από τον πόνον της αγάπης, και όλην εκείνην την νύκτα επέρασα κακώς έχοντας.

Κούνησε το κεφάλι κάνοντας ζωηρή χειρονομία. — Όχι, φώναξε, δε θέλω τίποτες άλλο από αυτό που υπάρχει, θέλω να κοιμηθώ μια μέρα στη γις, κάτω από έναν ανθοσπαρμένο σωρό χώμα. Αυτό είναι όλο όλο εκείνο που θέλω και γι' αυτό παρακαλώ το θεό κάθε βράδι. Κάθε βράδι έκανε τη δέησή της στο θεό κι όμως δεν πίστευε στην αθανασία.

Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης. Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη: — Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτησι. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μάφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»... — Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.

Ότε απέβην εις την παρά τον αιγιαλόν μικράν πλατείαν, ήτο ήδη νυξ. Δεν είχα πού να ζητήσω φιλοξενίαν. Εκεί επί της πλατείας είδα καφενείον ανοικτόν. Εζήτησα και έλαβα την άδειαν να διανυκτερεύσω εντός αυτού, και κατέλαβα εις το βάθος του μίαν σανίδα, αποτελούσαν κάθισμα, δια να κοιμηθώ.

ΚΕΝΤ Παρακαλώ, έμβα εδώ, αυθέντα. ΛΗΡ Πήγαινε συ ν' αναπαυθής. Εγώτην τρικυμίαν ευρίσκω διασκέδασιν. Μου 'βγάζει απ' τον νουν μου εκείνα που θα μ' έβλαπταν πλειότερον ακόμη. Αλλ' ας έμβω. Έλα συ, παιδί μου· έμβα πρώτος· έλα, ω άστεγε πτωχέ! Θα 'πώ την προσευχήν μου και ύστερα θα κοιμηθώ.

Και πόσες φορές ο νους μου δε μου έφερε σας, καλή μου γιαγιά, που καθόσαστε τις κρύες νύχτες του χειμώνα στο κρεββάτι μου πλάι, όσο να κοιμηθώ, και μου λέγατε κείνα τα παραμύθια σας, κι ανοίγατε στην παιδιάτικη φαντασία μου ολάκερους κόσμους... Ω! εκείνα τα παραμύθια σας, δεν τα ξέχασα, ούτε θα τα ξεχάσω ποτέ. ΑΝΝΟΥΛΑ Μου τα λέει τώρα και μένα, Σταύρο. Μου τα λέει και μένα.

Τώρα να φύγωμεν δεν είναι δυνατόν. Ας περάσωμεν την νύκτα και αύριον βλέπομεν. Ας πλαγιάσωμεν τώρα. — Να πλαγιάσωμεν! Πού ύπνος; Μετά κόπου και μόχθου τον έπεισα, όχι να κοιμηθή, αλλά να εκδυθή και να εξαπλωθή εις το στρώμα, διά να δώσω δε το καλόν παράδειγμα, ήρχισα να εκδύωμαι. Ανεφύη τότε νέον ζήτημα: Εις ποίαν κλίνην θα κοιμηθώ εγώ.

Από ενενήντα δραχμές εξέπεσαν την άλλη μέρα εις ογδοήντα δύο, κ' έπειτα εβδομήντα, πενήντα, σαράντα, είκοσι, έως ότου δεν τους ήθελε πια κανένας σε καμμιά τιμή. Δε σου λέγω τι νύκτες περνούσα. Δεν κατώρθωσα όχι να κοιμηθώ αλλ' ούτε καν να σταθώ στον ίδιο τόπο πέντε λεπτά.