United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί τέλους, διά να καθησυχάσω την φαντασίαν μου, εσκέφθην ότι έχω δύο ημέρας εισέτι ενώπιόν μου και μίαν νύκτα, και ότι θα παρουσιασθή εις το διάστημα τούτο ευκαιρία να πληροφορηθώ την αλήθειαν, ώστε κλείσας τα βλέφαρα απεφάσισα να κοιμηθώ. Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο.

Θα του προσφέρω μίαν εκατόμβην αύριον, εάν μου έδιδε την Λίγειαν. Δεν θέλω ούτε να φάγω, ούτε να λουσθώ, ούτε να κοιμηθώ, θα γυρίσω ανά την πόλιν. Ίσως την εύρω. Είμαι ασθενής. — Ο πυρετός σε κατατρώγει, είπεν ο Πετρώνιος. — Τω όντι. — Άκουσε . . . Δεν ηξεύρω τι θα σου παρήγγελλεν ένας ιατρός, αλλ' ηξεύρω πώς θα έκαμνα εγώ εις την θέσιν σου.

ΥΜΝ. Δε μπορώ να κοιμηθώ μ' ένα φονηά. ΛΕΟΝΤ. Μη φοβάσαι, Υμνίς• αυτά που σου διηγήθηκα έγιναν στην Παφλαγονία• εδώ έχομεν ειρήνην. ΥΜΝ. Α όχι, είσαι μαγαρισμένος άνθρωπος• το αίμα έσταζεν επάνω σου από την κεφαλήν του βαρβάρου, που είχες καρφωμένη τη λόγχη σου. Και νομίζεις ότι εγώ μπορώ ν' αγκαλιάσω και να φιλήσω ένα τέτοιον άνδρα; θεός φυλάξοι! Κατά τι διαφέρει ένας τέτοιος από τον δήμιον;

Αντί να κοιμηθώ, εξήλθα της οικίας αθορύβως. Ήμεθα οι μόνοι αυτής κάτοικοι• ο αγαθός οικοδεσπότης έμενεν εντός του πλοίου του. Από της άκρας της πόλεως, όπου ήτο η κατοικία μας, κατέβην προς τον λιμένα, όσω δ' επλησίαζα προς αυτόν, έβλεπα ανθρώπους προς κίνησιν. Ηρώτησα τι τρέχει και έμαθα ότι η Ύδρα ήναψεν αφ' εσπέρας φανούς. ― Και τι σημαίνουν οι φανοί;― Κατέρχεται στόλος Τουρκικός!

Κάνει, ευλογημένη, κάνει, της είπε ο παπάς. Αλλά τι δουλειά είχες, που δεν κοιμήθηκες; — Δεν είχα καμμιά δουλειά, δέσποτα μ', αλλά μ' έτρωγε η συλλογή και δε μπορούσα να κοιμηθώ... Έφυγε ο παπάς και σε λίγο ακούστηκε ο σήμαντρος της εκκλησιάς.

Κι όταν η μαμά ρώτησε αν περίμενε πολλή ώρα εκεί, απάντησε: — Βέβαια, αλλιώς θα μ' εύρισκε η Άννα. Και τότε θα έπρεπε να πάω να κοιμηθώ. Η μαμά δεν απάντησε τίποτε σ' αυτό. Της είτανε δύσκολο να του πη πως δεν έκαμε καλά. Η αθώα του αγάπη, που είταν αφορμή της ανυπακοής του, τον υπεράσπιζε από κάθε μάλλωμα κι ο Σβεν το γνώριζε αυτό καλά.

Την εσπέραν βάζω στο νου μου ν' απολαύσω την ανατολήν του ηλίου, και δεν σηκώνομαι από την κλίνην· την ημέραν ελπίζω να χαρώ την λάμψιν της σελήνης, και μένω εις το δωμάτιόν μου. Δεν ηξεύρω καλά διατί σηκώνομαι, διατί πηγαίνω να κοιμηθώ. Το προζύμι, που έδινε την ορμή στην ζωή μου, λείπει· το θέλγητρον, που με κρατούσε έξυπνο βαθειές νύκτες, πάει· εκείνο που το πρωί με ξυπνούσε χάθηκε πια.

Γιατί ένοιωθα ένα συναίστημα ενοχής μέσα μου, ένα συναίστημα ενοχής που με βάραινε. Όμως δεν μπορούσα να βρω πότε έσφαλα. Νόμιζα πως χωρίς άλλο εγώ είμουνα ο ένοχος. Όταν πήγα να κοιμηθώ, είδα πως η Έλσα είταν ξυπνητή ακόμα. Όταν όμως έπεσα, έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Ποτέ άλλη φορά δεν είδα το πρόσωπό της με τόσο ευτυχισμένη έκφραση.

Μη κάμνεις ταραχήν. Κουκούλωσέ με τώρα, Καλά καλά! Και αύριον, πρωί πρωί, δειπνούμεν. ΓΕΛΩΤ. Καλά! Λοιπόν θα κοιμηθώ κ' εγώ το μεσημέρι, Φίλ', ένα λόγον να σου 'πω. Ο βασιλεύς πού είναι; ΚΕΝΤ Μη τον ταράξης. Είν' εκεί. Χαμένος είν' ο νους του. ΓΛΟΣΤ. Καλέ μου φίλε, σηκωτόντα χέρια να τον πάρης. Τα μυστικά των ήκουσα· να τον σκοτώσουν θέλουν! Φορείον έχω έτοιμον εδώ απ' έξω.

Δεν αγροίκησες τον άνθρωπον οπού εμβήκε τώρα εδώ μέσα; — Άνθρωπος εμβήκε; Τι λέγεις; — Άνθρωπος, ναι. Κ' εγώ εφοβήθην άμα τον είδα. Έμεινε μισήν ώραν, και έφυγεν. Αυτός μας εκλείδωσεν απ' έξω. — Ω Σατανά! είπεν η νέα, και η οργή εκόχλαζεν εις τα στήθη της. — Φώναζε όσον θέλεις, είπεν αμέριμνος ο Πρωτόγυφτος. Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Δεν έφεξε ακόμα καλά.