United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποτέ δεν είταν τόσο ευτυχισμένη παρά όταν πήγαινε κι ο μπαμπάς εκεί κ' έμενε μαζί της. Εκεί κατοικούσε κι ο Σβεν και τι ομιλίες γινόντανε κει δεν το ξέρει κανένας. Κι όταν ακόμα διηγόταν η Έλσα κάτι από αυτές, εκείνο που έλεγε δεν είτανε τίποτε μπροστά στα λόγια, που άλλαζε κει μέσα με τον κόσμο του αγνώστου. — Δεν το πιστεύεις αυτό, μου είπε μια μέρα. Εγώ όμως το αιστάνουμαι.

Φαινότανε σα να είχε μαζευτεί στην παλιά θέση, σα να το είχε κάμει η φτώχεια κ' η ανάγκη να μικρύνη τόσο. Σταθήκαμε μια στιγμή σιωπηλοί, σα να χρειαζόμαστε να πάρουμε την αναπνοή μας. — Γιώργο, είπε η Έλσα, τι είναι τούτο; Μου έφτασε να δείξω μόνο τις παλιές βελανιδιές, που είταν ολόγυρα. Τα κλαδιά τους είχανε μαύρα σημάδια κ' η φλούδα τους είτανε καψαλισμένη.

Γιατί ένοιωθα ένα συναίστημα ενοχής μέσα μου, ένα συναίστημα ενοχής που με βάραινε. Όμως δεν μπορούσα να βρω πότε έσφαλα. Νόμιζα πως χωρίς άλλο εγώ είμουνα ο ένοχος. Όταν πήγα να κοιμηθώ, είδα πως η Έλσα είταν ξυπνητή ακόμα. Όταν όμως έπεσα, έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Ποτέ άλλη φορά δεν είδα το πρόσωπό της με τόσο ευτυχισμένη έκφραση.

Δεν παρατήρησα πως μεγαλώσανε, πως το χιόνι έσταζε από τις στέγες και πως τα δέντρα του πάρκου αρχίσανε να φουσκώνουν. Με λυπούσε πολύ πως ο χειμώνας δε βάσταξε περσότερο, για νανάβουμε νωρίτερα τη λάμπα και ναρχίζουνε τα βράδια μας προτήτερα. — Παρατήρησες, μου είπε η Έλσα ένα πρωί, πως έγινα φαιδρότερη από πριν και πως δεν κλαίω πια; Το είχα παρατηρήσει.

Γνώριζα τη φωνή της όταν έπαιρνε τόσο βαθύ και θερμό τόνο, σα να σιγάζανε όλα τάλλα μέσα της όξω από την αγάπη. Ένοιωσα πως η απόφασή της τώρα είταν ακλόνητη, πως η Έλσα είτανε πάλι δική μας ή ήθελε να γίνη κ' ένα θερμό κύμα ευγνωμοσύνης σ' αυτή και σ' όλη τη ζωή φούσκωσε μέσα μου.

Αχάριστος όμως, όπως είναι ένας άνθρωπος μόλις ξέφυγε έναν κίντυνο που δεν τον είχε νοιώσει, απολάβαινα την αλλαγή, χωρίς να τη συλλογίζουμαι. — Μήπως κλαις όταν δε σε βλέπουνε; ρώτησα. Κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου ένας ίσκιος της παλιάς μου δυσπιστίας. Μα η Έλσα δεν το παρατήρησε. Έστεκε μπροστά μου ολόφωτη από τόση νιότη, σα να μην είχε σκοτεινιάσει ποτέ σύννεφο το μέτωπό της.

Και το πιάνο δεν είτανε πια κλειστό. Άνοιξε ένα βράδι, που λίγο το περίμενα. Δίχως να προδώση το σκοπό της ούτε μ' ένα λόγο, ήρθε η Έλσα κάτω στη σάλα και κάθησε στο πιάνο. Με κοίταξε καθώς πέρασε μπροστά μου κ' ένοιωσα πόσο είταν ευτυχισμένη, που μπορούσε νακολουθή τους πόθους της.

Ω, τέλος έμαθα τόσο καλά την τέχνη να λησμονώ εκείνο που δεν ήθελα να βλέπω, την τέχνη να ονειρεύουμαι μόνο υγεία και μακρόχρονη ζωή, ακόμα και τότε που ο θάνατος πλησίασε την Έλσα τόσο, ώστε είτανε θάμα πώς γλύτωσε.

Για την Έλσα όλα αυτά είταν ένας αποχαιρετισμός, καθώς πλησίαζε πάντα περσότερο να περάση εκείνα τα σύνορα, οπόθε δεν ξαναγυρνά κανένας. Εμένα μου φαινότανε σα μάταια ελπίδα πως θα ξανάρχιζε πάλι η ζωή μας και πως η γυναίκα μου θα ξαναγύριζε σε με, σε όλους μας, στη ζωή την ίδια.

Κι αν υπάρχη κάτι, που δεν μπορεί να το αποφασίση κανείς άλλος, παρά μόνος του ο καθένας, είναι δίχως άλλο το ζήτημα αν πρέπη να σκύψη σ' ένα βέβαιο θάνατο, ή ναναλάβη έναν αγώνα, για να κερδίση ίσως τη ζωή. Όπως έβλεπα μπροστά μου εκεί την Έλσα, μου φαινότανε τόσο κοντά, μα και τόσο μακριά ταυτόχρονα.