United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έπειτα είμαστε στο αμάξι, ξανακυρίεψε τον εαυτό του κι ανέβηκε άλλη μια φορά στη σκάλα και χάδεψε το μάγουλο της μητέρας και της είπε, σα να μιλούσε σε παιδί: — Μη φοβάσαι, μαμά, θα περάση. Ο Σβάντε ήρθε κι αυτός και σηκώσανε στα χέρια και το μικρό το Σβεν, που μιλούσε και φλυαρούσε. Τη στιγμή αυτή η Έλσα δεν ήξερε ποιον αγαπούσε περσότερο απ' όλους.

Είμαστε μεις που σέρνουμε μαζί μας τη δυστυχία; ρώτησε. Χαμογέλασα. Ο λόγος της μου φάνηκε υπερβολικός. — Πάμε στο τρίτο νησί. Εκεί ξέρουμε πως όλα είναι όπως είτανε, είπα. Μα η Έλσα κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε απότομα: — Πάμε από το δάσος, απ' τον παλιό δρόμο. Και χωρίς να περιμένη την απόκρισή μου, τράβηξε μπροστά.

Αν πεθάνω στο σπίτι, φροντίστε, αν είναι δυνατό, να με βάλετε στην κάσα μέσα στην κάμαρα του Σβεν. Ευχαριστώ για όλα, όλα. Είμουνα όμως ένας δυστυχισμένος άνθρωπος και δεν μπορούσα να ζήσω μ' όλην την αγάπη και τη στοργή. Η Έλσα σας.» Κ' έτσι της φορέσαμε το λευκό φόρεμα, που δεν το είχε ξαναφορέσει από τον καιρό που έπαψε να χαίρεται για καθετίς που είτανε γήινο.

Λέξη όμως δε βγάζαμε κι όταν γυρνούσα προς το μέρος, όπου καθότανε η γυναίκα μου, αιστανόμουνα πως έκλαιγε, χωρίς να την ακούω. Πιο δυστυχισμένοι δε θα μπορούσαμε να είμαστε, αν ένας από μας ή κ' οι δυο είχαμε να κρύψουμε αναμεταξύ μας κάποιο σκοτεινό μυστικό. Κι όμως κ' οι δυο γνωρίζαμε πως τέτοιο δεν υπήρχε. Είσαι δυστυχισμένη μαζί μου, Έλσα; τη ρωτούσα.

Τη στιγμή αυτή μου φάνηκε σα να είχα συλλογιστεί και γω το ίδιο. Όλη μου η κούραση έφυγε μεμιάς κι όλος συγκίνηση έσκυψα και της φίλησα το στόμα. Την ίδια στιγμή καθότανε η Έλσα ανασηκωμένη εκεί.

Το εννόησα αυτό ένα βράδι, που καθόμαστε σε μια βεράντα και κοιτάζαμε τα νορβηγικά φιόρδ και τα βραχόβουνα. Η Έλσα τα κοίταζε όλα πολλή ώρα, έπειτα έκλεισε τα μάτια εμπρός στην αγαπημένη της εικόνα και μου είπε: — Γιώργο, γιατί με φέρνεις να δω όλα αυτά; Έπειτα άρχισε να κλαίη σιγά, μα προσπάθησε πάλι να κρατήση τα δάκρυα και γύρισε και με κοίταξε.

Ω, δεν ξέρεις, πόσο ευτυχισμένη μ' έκαμες! Αυτό το βράδι κάθησα αργά κ' έκαμα ό,τι δεν είχα κάμει συχνά όλο αυτό το καλοκαίρι. Συλλογιζόμουνα την Έλσα και με. Αδιάκοπα πρόβαλε ο στοχασμός: γιατί να με ρωτήση αν της επιτρέπω να πιστεύη στο θεό και να προσεύχεται.

Κοιμόμουνα ντυμένος στο κρεβάτι κοντά στην Έλσα, που δε θα ξυπνούσε ποτέ πια, και καθόμουνα κι αγρυπνούσα μόνος για να ησυχάζη η νοσοκόμα και για να μπορώ να κρατήσω την ανάμνηση από τις λίγες ώρες, που δεν είτανε κανένας άλλος από τους δυο μας μέσα στην κάμαρα του θανάτου.

Και τούτο με βασάνιζε, ενώ από το άλλο μέρος τα λόγια της αντηχούσαν ακόμα σταυτιά μου. Ξαναέφερνα στο νου μου όλη τη ζωή, που έζησα με την Έλσα, ό,τι μπορούσα να θυμηθώ κι ό,τι μπορούσε να έχη κάποιο σύνδεσμο μ' αυτή. Κι όταν δεν μπορούσα πια να θυμηθώ άλλο τίποτε, ζητούσα μέσα στο στοχασμό μου εκείνο που μου είταν αδύνατο να βρω.

Οι δυο άντρες ξεφύγανε το βλέμμα της, μα η Έλσα ορθώθηκε κ' είπε: — Δεν πρέπει να πεθάνη, θα σας δείξω πως θα ζήση. Έφυγε και στεκόμαστε κει σιωπηλοί και την είδαμε που μπήκε στην κάμαρα του αρρώστου. Νοιώσαμε όλοι πόσο βαθιά αιστάνθηκε το πως δεν είτανε πια ελπίδα και γι' αυτό έδωσε την υπόσκεση πως θα τον σώση από το θάνατοστο πείσμα όλων.