Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Έκοψε τα δέντρα, ξερρίζωσε τους θάμνους, έβγαλε την πόρτα του φράχτη και την έρριξε απάνω στη βάρκα. Κι αφού κύλησε τις πέτρες της σκάλας στη θάλασσα και κατάστρεψε έτσι και την αποβάθρα, έφυγε από το νησί ευχαριστημένος πως ο εχτρός του δεν είχε να κερδίση τίποτε. Γι' αυτά μιλούσαμε, όμως όλη την ώρα η δική μας απογοήτεψη παραφύλαγε πίσω από τα λόγια μας κ' η Έλσα έτρεμε.
Μας φαινότανε πως ενώ εμείς δε γνωρίζαμε τίποτε, πως ενώ ζούσαμε τη ζωή μας και φανταζόμαστε πως είμαστε ευτυχισμένοι, εδώ έξω στο νησάκι καιγότανε και χανόταν κάτι από κείνον το θησαυρό της ζωής, που είχαμε μαζέψει και τονέ νομίζαμε καλά φυλαγμένον. Η Έλσα είχε το συναίστημα πως σ' αυτήν την πυρκαϊά έχασε κείνη περσότερα από τους δυο γέρους.
Γνωρίζω μόνο πως όταν παντρεύτηκα είμουνα τόσο νέος, ώστε πίστευα πως η αγάπη μπορεί να προφυλάξη από κάθε δυστυχία του κόσμου κι όταν έβλεπα την Έλσα ολάστραφτη κ' ευτυχισμένη, όταν γυρίζαμε μαζί στα δάση και στα κύματα, όταν έβλεπα πως ο ήλιος τη μαύριζε και το κύμα του καλοκαιριού έβρεχε το λευκό της σώμα, λησμονούσα πως μπορούσε ναρθή η δυστυχία και γελούσα τον εαυτό μου νομίζοντας φανταστικούς τους φόβους μου.
Είχαμε ρθει εδώ από το ίδιο μονοπάτι, ναποχαιρετίσουμε ένα ωραίο καλοκαίρι. Κ' η Έλσα έβγαλε από το φόρεμά της μια μαύρη καρφίτσα και την έμπηξε στον κορμό ενός ελάτου. — Να δούμε αν θα είναι δω όταν ξαναέρθουμε είπε. Η ανάμνηση αυτή σκίρτησε μέσα στην ψυχή μου και με μελαγχόλησε. Άξαφνα είδα τη γυναίκα μου να τρέχη μ' ανάλαφρη κραυγή σ' ένα μικρό έλατο.
Και ποτέ άλλη φορά δε στάθηκε η Έλσα τρυφερότερη μαζί μου, παρά όταν παρατηρούσα τις στιγμές αυτές της σιωπηλής λύπης, που θα είχα το δικαίωμα να την ονομάσω αδικαιολόγητη, αν δεν υπάρχανε άλλα αίτια όξω από εκείνα, που οι άνθρωποι μπορούνε να τα εκφράζουνε με λόγια. Την εποχή αυτή είχανε μεγαλώσει τα παιδιά μας.
Παραιτούσα το γράψιμο κι άφινα το Σβεν να μ' ενοχλήση όσο ήθελε. Και χαίρουμαι τώρα γι' αυτό. Εδώ έξω τραγουδούσε ο μικρός Σβεν, όπως έκανε κι όλον το χειμώνα και βέβαια η Έλσα για χάρη δική του καθαυτό επίμενε και πήραμε το πιάνο μαζί μας στην εξοχή.
Γιατί είχα δυσπιστήσει σ' αυτή, είχα δυσπιστήσει στην αγάπη της, αφού δεν άφινε να τη φέρω από τα θάνατο στη ζωή, για να ζήση μαζί μου. Τώρα έπαψε πια η αντίστασή της. Το αιστανόμουνα κάθε στιγμή που καθόμουνα κοντά της, σε κάθε λόγο που μου μιλούσε. Είτανε σαν η αρρώστεια να τα σάρωσε όλα μέσα της και σα να ξαναγύρισε η Έλσα καθαρισμένη κ' εξαγνισμένη.
Έτσι πέρασε ένας χρόνος δίχως να το νοιώσουμε πώς πέρασε, Μα τον καιρόν αυτό άρχισε η Έλσα να υποφέρη σοβαρά και χωρίς ναλλάξουμε λέξη γι' αυτό το πράμα μεταξύ μας, γνωρίζαμε πως υπήρχε μόνον ένα μέσο. Η εγχείριση, που είχε γίνει μια φορά προτήτερα, μας είχε δείξει τον κίντυνο, και τα συμπτώματα που φαινότανε τώρα μας είταν αρκετά γνωστά.
Ο Ούλοφ άρχισε να πηγαίνη στο σκολειό και για το Σβάντε πλησίαζε ο καιρός, που θάρχιζε κι αυτός να σπάζη τους σκληρούς καρπούς του δέντρου της γνώσης. Την εποχή αυτή αρχίσανε να κυριεύουνε για πρώτη φορά την Έλσα οι σκοτεινές ώρες και παρατήρησα συχνά πως είχε κλάψει. Με απόφευγε με το σιωπηλό της τρόπο και το έκανε για να μην τη ρωτώ.
— Δε θέλω να υπάρχη τίποτε που να μην το γνωρίζης, είπε. Ξανακάθησα στη θέση μου και πήρα τα κουπιά. Η βάρκα τράβηξε πάλι το δρόμο της και σε λίγο είδα ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων ένα φως, που με ωδήγησε στην αποβάθρα μας. Αγκαλιασμένοι πήραμε το μονοπάτι του σπιτιού μας κι όταν καλονυχτιστήκαμε μ' ένα φιλί η Έλσα είπε: — Μ' έκαμες τόσο ευτυχισμένη απόψε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν