United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ποτέ άλλη φορά δε στάθηκε η Έλσα τρυφερότερη μαζί μου, παρά όταν παρατηρούσα τις στιγμές αυτές της σιωπηλής λύπης, που θα είχα το δικαίωμα να την ονομάσω αδικαιολόγητη, αν δεν υπάρχανε άλλα αίτια όξω από εκείνα, που οι άνθρωποι μπορούνε να τα εκφράζουνε με λόγια. Την εποχή αυτή είχανε μεγαλώσει τα παιδιά μας.

Έχετε δω σιμά χωράφια; Εγώ δεν σας είδα άλλην φοράν. — Τώρα γρήγορα ταγοράσαμε. — Δεν μοιάζετε για χωραφάδες, είπεν η γυνή, παρατηρούσα το μαυρισμένον πρόσωπον και τας μολυβδόχρους χείρας του Γύφτου. — Σαν τι μοιάζομε; — Φαίνεσθε σαν Ατσίγγανοι. — Ειμπορεί να είμασθε κι' όλας, εμορμύρισε δυσμενώς ο Πρωτόγυφτος. Σε πειράζει τούτο τίποτες; — Όχι. — Τότε γιατί ρωτάς;

Τι λέγεις τώρα παρακαλώ; Μη με διακόψης και πάλιν, παρατηρούσα μικρολόγως, ότι η υπό την θάλασσαν βύθισις οιουδήποτε σκάφους δεν καθιστά ήδη αυτό υποβρύχιον πλοίον, ότι το σπουδαίον είνε να κινήται το υποβρύχιον σκάφος όπως θέλει ο εντός αυτού κυβερνήτης, να διαμένη εις ωρισμένον βάθος, να βλέπη και να ενεργή υπό το ύδωρ και άλλα τοιαύτα μικρολογήματα, οποία ήκουσα να παρατηρώσι τινές φύσει φιλοκατήγοροι.

Να ιδής, Μα, εφώνησεν από της καρυδέας, κρυμμένη εντός των φύλλων, η Δεσποινιώ, «ξομπλιάζουσα», ήτοι παρατηρούσα και κρίνουσα τας ενδυμασίας. Να ιδής, το Μαργιώ τ' καπετάν Μαθιού, φορεί το καλλίτερο κολοβόλι. Τι ώμορφα που είνε βολτιασμένο! Σαν να ήνε από χαρτί! — Ναι, καλά λες, προσέθηκεν η Σοφούλα, επί άλλου κλάδου ισταμένη. Σαν σκοπελίτικο είνε! Σαν το χιόνι λαμπέινο!

Φυσικά, το δυσκολώτερο σε μια τέτοια περίσταση είναι να περιμένη κανένας ήσυχος ό,τι έχει να γίνη και να τα παρατά όλα στον καιρό με υπομονή, ενώ ταυτόχρονα πιστεύει πως καθετί που γίνεται φέρνει σιμότερα τη νύχτα, που ελπίζει πως θα μπορέση να την κρατήση μακριά. Με πόση προσοχή παρατηρούσα τη γυναίκα μου την εποχή αυτή! Πώς την παρακολουθούσα στις εκδρομές της στο νεκροταφείο!

Δε θα λησμονήσω ποτέ την απελπισιά, που με κυρίεψε, όταν κάθε βδομάδα που περνούσε παρατηρούσα ολοένα καθαρότερα πως όλα όσα έβλεπε γλυστρούσαν εμπρός της, σα να μην είτανε πραματικά γι' αυτή. Μου έκρυβε πολλά, μου έκρυβε ακόμα και τα δάκρυά της κ' εννόησα πως το έκανε γιατί είδε πως ζούσα μόνο με την ελπίδα να την ξαναφέρω στη ζωή κ' ήθελε να κρατήσω όσο το δυνατό περσότερο την ελπίδα αυτή.

Άρχιζα να καταλαβαίνω το αταίριαστο της ηλικίας του Βαγγελιού και της δικής μου. Τα λόγια της μητέρας μου, αν κήθελα να μη τα πιστεύω δεν έμειναν άκαρπα· τα δυνάμωσε κη πείρα της ζωής. Μερικοί φίλοι, πούχα κάμει στο γυμνάσιο, διηγούντο ότι είχαν ερωμένες και παρατηρούσα ότι όλοι αγαπούσαν κορίτσια ίσης περίπου μ' αυτούς ηλικίας. Με ρώτησαν αν είχα κεγώ ερωμένη, αλλ' εγώ δε φανέρωσα τον έρωτά μου.

Κάποτες φοβάται μήπως τάχασε κι ο ουρανός. Έτσι φοβήθηκα και γω μήπως τάχασε η Αθήνα. Παρατηρούσα κάτι περιστατικά που δεν τα χωρούσε ο νους μου. Πότε, να τους άκουγες, έλεγα τάδε πράμα, πότε πάλε το εναντίο. Ο ένας έγραφε ένα, ο άλλος άλλο, κι όλοι ανάποδα. Πώς να τα ταιριάξω; Άξαφνα φως μου κατέβηκε.

Παρατηρούσα όλη την ώρα την γυναίκα μου και την παρατηρούσα από το πλευρό, ενώ το βαπόρι ανέβαινε ψηλά στα κύματα και κείνα πλημμυρίζανε το κατάστρωμα από την καρίνα ως το τιμόνι. Μα δεν μπορούσα νανακαλύψω τίποτε, που να έδινε την απάντηση στο άφωνο ρώτημά μου.

Μία αιθιοπίς με μαστούς πλήρης γάλακτος εκράτει εις τας αγκάλας της βρέφος περιτετυλιγμένον διά πορφυρών σπαργάνων. Η Ποππέα εστάθη παρατηρούσα την Λίγειαν. — Ποία είναι η δούλη αύτη; ηρώτησε πλησιάζουσα. — Δεν είναι δούλη, ω θεία Αυγούστα, είπεν η Ακτή, είναι θετή θυγάτηρ της Πομπωνίας Γραικίνας, και κόρη του βασιλέως των Λιγείων, όστις την έδωκεν ως όμηρον εις την Ρώμην.