United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχετε δω σιμά χωράφια; Εγώ δεν σας είδα άλλην φοράν. — Τώρα γρήγορα ταγοράσαμε. — Δεν μοιάζετε για χωραφάδες, είπεν η γυνή, παρατηρούσα το μαυρισμένον πρόσωπον και τας μολυβδόχρους χείρας του Γύφτου. — Σαν τι μοιάζομε; — Φαίνεσθε σαν Ατσίγγανοι. — Ειμπορεί να είμασθε κι' όλας, εμορμύρισε δυσμενώς ο Πρωτόγυφτος. Σε πειράζει τούτο τίποτες; — Όχι. — Τότε γιατί ρωτάς;

Μπαίνουν ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ κατόπι τους μ' ένα φλασκί. ΣΤΕΦΑΝ. Άφησέ με ήσυχο·σαν αδειάση το βουτσί τότε πίνουμε νερό· πρώτα, μήτε στάλα. Δούλοτέρας, πιε στην υγειά μου. ΤΡΙΝΚ. Δούλοτέρας! καλέ, τι νησί είναι τούτο; Λένε πως πέντε μοναχά είναι μέσα σε τούτο το νησί· εμείς είμασθε τα τρία· ανίσως τάλλα δύο έχουνε τα μυαλά μας, η πολιτεία κουνιέται.

«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης• ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις• μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305 μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις εδώτην γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».

Αυτή έμεινε πολλά ευχαριστημένη εις την απολογίαν που της έκαμα, και εις καιρόν που ετοίμαζε διά να μου δώση σημείον της αγάπης, που εις εμέ έδειχνεν, ιδού που ακούμε ένα μεγάλον κτύπον εις την πόρταν του χοντζερέ όπου ευρισκόμασθε. Ημείς εμείναμεν ωσάν νεκροί από τον φόβον μας· ω ουρανέ, φώναξεν η Δαρδενέ, ημείς είμασθε χαμένοι· ετούτος είνε ο βασιλέας.

Ο Κουλούφ έμεινεν ωσάν νεκρός διά την φανέρωσίν του· και η Δηλαρά γνωρίζοντας από τούτα τα λόγια ότι ο νομιζόμενος σκλάβος ήτον ο ίδιος ο βασιλεύς, εσηκώθη ευθύς από τον τόπον της, και έτρεξε διά να χαλέψη ένα μπούλωμα διά να σκεπάση το πρόσωπόν της. Α, ημείς είμασθε χαμένες, λέγει με χαμηλήν φωνήν προς τες άλλες νέες. Εκείνος δεν είναι σκλάβος, αλλά είναι ο ίδιος ο βασιλεύς.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Μη διά τούτο τους ύπνους σου ταράξης· μη πιστεύσης ότι τόσο είμασθε χοντροί και αναίσθητοι πλασμένοι, ώστε ν' αφίνωμε απ' τα γένεια να μας πιάνη ο κίνδυνος, κ' εμείς να τό' χωμε παιγνίδι. 'Σ ολίγο κάτι περισσότερο θ' ακούσης· τον αγαπούσα τον πατέρα σου, κ' εμένα τον ίδιον δεν μισώ, και απ' όλ' αυτά, νομίζω, μπορείς να φαντασθής, — Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Τι τρέχει; τι 'ναι νέο;

Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα;

Ω βασιλοπούλα, απεκρίθη ο Δερβύσης, βλέποντάς την φοβισμένην, ποίον δαιμόνιον μας έφερεν εδώ; κοντά μας πιστεύω να είνε το φοβερόν κατοικητήριον της μάγισσας Μερχάνης· αν αυτή μας ιδή είμασθε χαμένοι· αλλοίμονον εις εμέ, σου τάσσω πως εγώ δεν φοβούμαι άλλο, παρά διά λόγου σου· αν ήμουν μοναχός ήθελα κάμει ένα μεγάλο κατόρθωμα, και αγροικώ ότι έχω κάποια καρδιά διά να το εκτελέσω.

Τέλος πάντων εκεί που απερνούσαμεν διά πολύν καιρόν τες ημέρες μας εις τρυφές και αγαλλίασες, ωσάν βασιλείς που είμασθε, βλέπομεν να έλθουν οι ταχυδρόμοι σου δίδοντάς μας την είδησιν, ότι εστεφανώθηκες την βασίλισσαν των Ναϊμάνων, και πως είχες αποφασίση να σηκώσης πόλεμον εναντίον μας, αν δεν της ηθέλαμεν επιστρέψη την κορώναν, που της είχαμεν σηκώσει αδίκως.

Ο Βεδρεδίν είπε του τζοχαντάρη, πως είμεθα πραγματευτάδες τζοβαϊρτζήδες, και ερχόμασθε από το Αστραχάν, και πηγαίνομεν διά το Μπαγδάτι· και επειδή και ημείς σου εφανερώσαμεν ποίοι είμασθε, κάμε μας την χάριν να μας ειπής το όνομα του αυθέντος σου, και τι αξίας άνθρωπος είναι.