Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου επροσφέραμεν εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν.
Και καθώς αυτός αφού έλαβε την μορφήν μου εστοχάσθη ότι εγώ διά μέσον αυτού του σεκρέτου που μου έδειξε να μην ήθελα φανερωθή εις το παλάτι, και του συγχύσω την ανάπαυσιν, έδωσε θέλημα ότι να έβγουν όλοι οι κυνηγοί να υπάν εις εκείνους τους λόγγους που είμασθε, και να σκοτώσουν, όλες τες ελαφίνες που εκεί ευρίσκονταν.
Και εμπαίνοντας μέσα, και μην ευρίσκοντάς τον Αμπτούλ εις το κιβούρι, ολίγον έλειψε που να τρελλαθή από την θλίψιν του· και ευθύς εγύρισεν εις το παλάτι, και ανήγγειλε του βασιλέως εκείνο που συνέβη· ο οποίος εν τω άμα έπεσε λιπόθυμημένος από τον πόνον του· και αφού εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του, λέγει του βεζύρη τι θέλει γίνει εις ημάς τώρα, που τούτος μας έφυγεν; εμείς είμασθε χαμένοι από τον Καλίφη· εξέταξε λοιπόν μήπως και τον εύρης, επειδή και μακράν από εδώ δεν επήγε.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Μεγαλειότατε και Μεγαλειοτάτη, ως είμασθε 'ς την φοβερήν σας εξουσίαν, δύναται 'ς ό,τι θέλ' η σεβαστή σας χάρις, όχι να μας παρακαλή, να μας προστάζη. ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Ιδού, και οι δύο την υποταγήν μας και όλον τον εαυτόν μας εις τα πόδια σας με ζήλον εθέσαμ', έτοιμοι 'ς την κάθε προσταγήν σας. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ευχαριστώ σε Ροζενκράς, κ' ευγενικέ μου συ, Γυιλδενστέρνη.
Μίαν ημέρα πηγαινάμενοι από χώραν εις χώραν, με όλον που είμασθε με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, μας απάντησαν οι κλέφτες, και δε έφθασεν που μας επήραν το τι είχαμεν, αλλά μας επήραν και μας έφεραν εδώ εις τούτην την χώραν Κανταχάρ και μας επούλησαν ενός πραγματευτού από σκλάβες που τον εγνώριζαν.
Και καταβάντες τον λόφον, επλησίασαν εις τα πρόθυρα του χωρίου. Ουδείς παρετήρησεν αυτούς. Μία μόνον γυνή, ήτις εκάθητο υπό δένδρον τι παρά την θύραν της καλύβης της, κρατούσα ηλακάτην, έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς. — Από πού έρχεσθε; τους ηρώτησε. — Από το χωριό μας, απήντησεν ο Γύφτος — Και τι θέλετε; — Περαστικοί είμασθε απ' εδώ. — Και πού πάτε τάχατες; — Στα χωράφια μας, είπεν ο Πρωτόγυφτος.
Ίδετε την ταλαιπωρίαν μου, τους λέγει τότε ο Ορμώζ· ημπορείτε να ειπήτε κατά το παρόν, αν εγώ είμαι ο άνθρωπος εκείνος ο ευτυχής, τον οποίον πηγαίνετε χαλεύοντας; Όχι, απεκρίθη ο Βεδριδίν, ημείς είμασθε κατά πολλά βεβαιωμένοι, ότι εσύ είσαι ένας βασιλέας δυστυχέστατος· το απίστευτον θέαμα, εις το οποίον είμασθε μάρτυρες, μας το κάνει πολλά καλά να το γνωρίσωμεν.
Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290 «Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση, 'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος• σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους, ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης, και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295 αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο• συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους, και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300 σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω, κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι• και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα, να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει, οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, 305 και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα, να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα• μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα, ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310
Εις ταύτην την είδησιν αυτοί έμειναν βουβοί, και άλλαξεν η όψις τους ωσάν των νεκρών. Ο γέροντας βλέποντας έτσι αλλαγμένα τα πρόσωπα τους τούς είπεν· αγαπημένοι μου, τι θέλει να ειπή αυτή η σύγχυσις που επάνω σας βλέπω; Α, Κύριε, απεκρίθη ο Τημουρτάς. Ημείς είμασθε εκείνοι που αυτός ζητεί.
Ημείς, το ομολογώ, είμασθε εις μίαν στάσιν πολλά θλιβερήν, και δεν ημπορούμεν να περάσωμεν χωρίς κίνδυνον τούτους τους αβύσσους· μα ποίος ηξεύρει πού να μην ευρεθή καμμία στράτα διά να περάσωμεν εις εκείνην την πεδιάδα; άφησε το λοιπόν να πηγαίνω να ιδώ μήπως και εύρω κανένα μονοπάτι και ευθύς γυρίζω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν