United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

Λοιπόν, ως καθώς σου λέγω, ευθύς οπού εγεύθηκε την αψιθιάντην ρό- γαν του βυζιού μου, και είδε την πίκραν, — ω! πώς εθύμωσε το ανοητάκι μου, και τα έβαλε με το βυζί μου. — Κ' εκεί, δος του ο περιστεριώνας κούνημα! Δεν είχα χρείαν να μου ειπή κανείς να το ξεκόψω από τον τοί- χον. Και από τότε επέρασαν ένδεκα χρόνια· διότι έστεκετα πόδια της τότε. Ναι, μα τον Σταυρόν!

— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα. — Ε! τι να γείνη . . . Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία. — Τι λες, μάνα; Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τι να είπη. — Δεν κάνεις τον κόπο νανάψης το κανδήλι, μάνα; — Αν θέλης, σηκώσου συ κι' άναψέ το· δεν έχω χέρια . . . — Πώς!

Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντε χρόνια . . . όλο κοριτσούδια, το έρμο! — Να σας ζήση! είπεν η γραία. Καλή σαράντισι της φαμιλιάς σου! — Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι' όλο κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ' η μάνα του η καψερή, τόσο καλά δεν είναι . . . Όλο κάψι και σεκλέτι, το έρμο! Αλήθεια;

Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80 και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέαςτο στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος τρικλίζονταςτην τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85 χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, οδύνην είχετην ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του με τα δυο πόδια, και άπλωσετα μάτια του μαυρίλα.

Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη να φανερώσ' ότι έφθασετο σπίτι ο ποθητός της. και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· «Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; καιτούτο το βυζί σου συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, τον χρόνον έφθασα εικοστόντην γη την πατρική μου. αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα 'πουτα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490

Τότες πώς κλέφτες λύκοι παν οχ το βυζί της μάννας 352 αρνιά ν' αρπάξουν και τραγιά, κι' οι μάννες μες στο λόγγο σκορπούν απ' του βοσκού ατζαμιά, και σαν το δουν οι λύκοι γλήγορα γύρω αρπούν κι' αφτές παράλυτες του φόβου· 355 έτσι όρμησαν οι Δαναοί να φαν οχτρούς, κι' οι Τρώες φύγει όπου φύγει, κι' άτιμος τους συνεπήρε τρόμος.

Από το βλογημένο βυζί της Ψαριανής μάννας του τη βύζαξε, μέσα στην καρδιά του την έκρυβε, και σαν ήρθαν οι εικοσιεφτά ενός Μάη, την άναψε, και την κόλλησε σε Τούρκικο δίκροτο. Είτανε νύχτα, κ' έφεγγε σα λαμπάδα το δίκροτο. Ως κι από δω το θωρούσαν οι πατριώτες από τις τρύπες των μανταλωμένων σπιτιών τους. Έτρεμαν, και τρέμουν ακόμα όσοι το θυμούνται και το δηγούνται.

Τω όντι, αύτη, αν και είχε παραξενευθή καταρχάς, εσκέφθη, και ανεγνώρισεν ότι η παρουσία της Γιαννους ήτο μία παρηγορία εις την μοναξίαν των. Περί τα πρώτα γλυκοχαράγματα, το βρέφος είχεν εξυπνήσει, κι' άρχισε να κλαυθμηρίζη. Η Φραγκογιαννού έκαμε και πάλιν «κουμάντο». Εσυμβουλεύσε την λεχώ να βάλη το παιδίον εις το βυζί, διά να δοκιμάση αν κατέβη το γάλα.

Κι' έπιασε κόρδα και λαβές αντάμα και τραβούσε· την κόρδα αγγίζει στο βυζί, τ' αγκύλι στο δοξάρι. Και τέλος πια σαν τέντωσε το λυγιστό δοξάρι, σφύριξε τ' όπλο... η κόρδα αψά βογγάει... πηδά η σαΐτα... 125 γοργόσταλτη, μες στο σωρό να πέσει λαχταρώντας. Μονάχα δε σε ξέχασαν, Μενέλα, μήτε εσένα οι τρισμακάριστοι θεοί, κι' η Αθηνά πιο πρώτη, που μπήκε ομπρός και σούδιωξε την άχαρη σαΐτα.