United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν αναχωρήσει από βραδής, αφού ήναψε το κανδήλι του οικίσκου, αντικρύ, όπου έλαμπεν ο φεγγίτης, και δεν του είχεν αφήσει το κλειδί. Ώστε, δυστυχως, δεν ηδύνατο να τους περιποιηθή εις την οικίαν &του αφεντικού&. Ο επιστάτης ήτο νέος χωρικός λίαν βραχύσωμος, πρώην βοσκός, κομπορρήμων και φλύαρος.

Διά ρήξεως ή κάλλιον δι' απάτης: λόγου χάριν, αν η γραία έκραζε με κλαυθμηράν φωνήν την νεαράν της γειτόνισσαν, και την παρεκάλει ν' ανοίξη, διά να της ζητήση, ως εν ώρα ανάγκης, κάτι, οίον έν πυρείον διά ν' ανάψη το σβυσμένον κανδήλι, επειδή ήτο παράωρα, κ' είχε λησμονήσει ν' αγοράση ενωρίς. Η Μανιά επέστρεψε, φέρουσα τα οψώνια.

Το δωμάτιον ήτο μεγαλύτερον, οι τοίχοι ήστραπτον από τα εκ του κυνηγίου αναθήματα εκ των αιγάγρων και στιλβωμένα έλαμπον τα κυνηγετικά όπλα· επάνω από την πόρτα εκρέμετο εικόνισμα της Θεομήτορος· δροσερά τριαντάφυλλα των Άλπεων και αναμμένο κανδήλι ήσαν εμπρός της. Ο θείος, καθώς είπομεν, ήτo ο δεινότερος κυνηγός αιγάγρων όλης της χώρας και ήτο και άριστος οδηγός.

Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.

Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον ταυ σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν. — Έχει σβύσει το κανδήλι, μάνα· δεν το άναβες; — Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθειά. — Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς τώπαθε; — Ησύχασε κι' αυτό τώρα πλεια, είπεν η γραία.

— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα. — Ε! τι να γείνη . . . Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία. — Τι λες, μάνα; Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τι να είπη. — Δεν κάνεις τον κόπο νανάψης το κανδήλι, μάνα; — Αν θέλης, σηκώσου συ κι' άναψέ το· δεν έχω χέρια . . . — Πώς!

Ουδέποτε επ' ουδενί λόγω θα επέτρεπεν εις τον σύζυγόν της, εις τον υιόν της, εις την μητέρα της, εις την αδελφήν της, εις την πενθεράν της, εις την ανδραδέλφην της, ν' αναβώσιν εκεί επάνω. Αυτή και μόνη ανέβαινε, συνήθως άπαξ της ημέρας, την ώραν καθ' ην ηκούετο ο κώδων του εσπερινού, διά ν' ανάψη το κανδήλι, να κάμη τον σταυρόν της, και να θυμιάση.

Κουβαλεί νερό, πάγει στον μύλο, πάγει τα ψωμιά στον φούρνο, σκάφτει τ' αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας· ως και το κανδήλι θέλει να τ' ανάφτη με το χέρι του! Κ' εγώ δα μαθές πώς να τον διώξω ύστερα, αφού τον εκύτταξα εφτά μήνες μέσ' στο στρώμα, σαν το παιδί μου! Ας τώβρη από τον Θεό όποιος τον εκατάντησε σε τέτοια δυστυχία!