United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις υπελόγιζε και εύρισκεν ότι ο τοκετός θα επέλθη μίαν εβδομάδα μετά την εορτήν της Παναγίας. Επρολάμβανε λοιπόν και εις την Τήνον να μεταβή και την λεχώ να θεραπεύση. Ουχ ήττον κάτι τι τον ετριβέλιζε μέσα εις την καρδίαν του. Μήπως έχει λάθος; μήπως ο λογαριασμός γίνεται χωρίς τον ξενοδόχον; Πολλά παθών, έμαθε πολλά...

Τότε το παράθυρον έμεινεν ανοικτόν, και εις τας διπλάς διασταυρουμένας ακτίνας τας διά της θύρας και του παραθύρου, είδε καθαρά την γυναίκα την λεχώ εξαπλωμένην επί της κλίνης της. — Τι τρέχει εδώ; εφώναξεν έκπληκτος ο άνθρωπος. Η λεχώνα εξύπνησε, κ' επρόφερε με ασθενή φωνήν. — Μάνα, εσύ 'σαι; . . . Ήρθες;

Η γραία εξήλθε τρέχουσα. Η Φραγκογιαννού έμεινε μόνη, με την λεχώ και το βρέφος. Η νεαρά γυνή είχε λαγοκοιμηθή πάλιν, και δεν είχεν αντιληφθή καλώς την απουσίαν της μητρός της. Μετ' ολίγας στιγμάς εξύπνησε και είπε·Πού πάει η μάνα, θα πω;

Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν εσκέφθη καν να ερωτήση διά την λεχώ, την γυναίκα του, και διά το τέκνον του, πώς είχον. Ησθάνετο μόνον επείγουσαν ανάγκην, κ' έκραζε την πενθεράν του να τον βοηθήση εις τας ποιμενικάς εργασίας της πρωίας, δηλαδή ίσως εις το ξεμάνδριασμα, και τα λοιπά. — Δεν μπορεί κανείς μοναχός του, το έρμο! . . — Πρέπει νάχη τέσσαρα χέρια! επρόσθεσεν ως αυτοδικαιολογούμενος.

Την στιγμήν εκείνην τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως έξωθεν η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιος είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχε ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν·Μάνα!

Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.

Όσον διά την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της. Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός ετρεμόσβυνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα, τα οποία εφαίνοντο καθαριώτερα και κοσμιώτερα την νύκτα.

Εάν έμειναν την νύκτα εις το βουνόν, θα ευρίσκοντο εις έν από τα μανδριά των ποιμνίων. Η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, ήτις δεν είχεν ύπνον να κοιμηθή, όπως δεν εκοιμάτο και η Φραγκογιαννού προ ημερών, όταν εσυντρόφευε την λεχώ, την κόρην της, εσηκώθη και ηρώτησε : — Ποιος είνε;

Δεν είχεν έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της μέσ' τον ύπνο μου, είπεν η λεχώνα. — Ας πάη να την φωνάξη, είπεν η γραία, νεύουσα με τον κανθόν του όμματος προς τον γαμβρόν της. — Κωσταντή, πας να φωνάξης την Αμέρσα; είπεν η λεχώ προς τον σύζυγόν της. — Πάω. Ακούς, λέει! . . . Ωχ! κρίμα, ζάβαλε! Καλά που το βαφτίσαμε κι' όλας.

Εδώ μεν ερωτά ο υποψήφιος, πώς έχει η σύζυγος του εκλογέως, λεχώ από τριών ημερών, και συγχαίρει επί τω νεογνώ· εκεί δε πληροφορείται ανήσυχος, αν προβαίνει τακτική και ακίνδυνος η οδοντοφυία του μικρού.