United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η πολυήμερος κάθειρξις αυτής εν τω υπερώω, η εκούσιος ασιτία, εις ην είχεν υποβάλει εαυτήν, και η στενοχωρία είχον εξασθενίσει το σώμα της. Η βιαία δε και απότομος εις το ύπαιθρον μετάβασις, ο άνεμος, το ψύχος και η υγρασία τη επροξένουν νάρκην. Δεν ηδύνατο ουδέ να σταθή ορθία. — Σηκώσου, επανέλαβε γογγύζων ο Σκούντας. Η Αϊμά εσιώπα.

Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ Κωνσταντός και ώφειλον εκ των ενόντων να ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία μετά την άλλην, αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον ναΐσκον.

Ο λάτρις της Μαριγούλας ηγέρθη προ μικρού της κλίνης, αν και η ώρα είνε ήδη δέκα, και κάθηται κατηφής και περιεσκεμμένος προ μικρού τραπεζίου, άνιπτος έτι και αχτένιστος· και οτέ μεν χασμάται, ωσεί εμπαίζων τον δεκάωρον ύπνον του, οτέ δε διατείνει νωχελώς τους βραχίονας και ανακάμπτει αυτούς υπέρ την κεφαλήν του, οιονεί αγωνιζόμενος να αποσείση την κατέχουσαν το πνεύμα του νάρκην.

Αυτός και ο πρόεδρος της επιτροπής, ο γέρο- Αγωνιστής Νιαουστεύς, διηγούτο προς αλλήλους τας παλαιάς αναμνήσεις των εκλογών επί Όθωνος, εξυμνούντες την επί της πρώτης βασιλείας ακμήν και ζωτικότητα, ταλανίζοντες την σημερινήν νάρκην και αηδίαν. Τον παλαιόν καιρόν αι εκλογαί εγίνοντο με όρεξιν, με πείσμα και με μυθιστορικάς πολλάκις περιπετείας.

Μόνον η τιμή μένει ακόμη· είπεν εκείνος. — Την θέλω, αν μ' αγαπάς . . . Και τον περιεπτύχθη παράφορος, με σκιρτήματα πάθους αγρίου! Προς στιγμήν, ως να ήθελε ν' αποτινάξη την νάρκην, ήτις του εδέσμευε την ασθενή διάνοιαν, ωσάν προς στιγμήν, ν' ανένηψεν εκ της μέθης, ωσάν να διέκρινε την ανταύγειαν φωτός σωτηρίου . . . — Την τιμήν, άφησέ μου την τιμήν, είπεν ικετεύων.

Την στιγμήν εκείνην τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως έξωθεν η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιος είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχε ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν·Μάνα!

Μόλις τω εφαίνετο ότι έλαμπε φωτεινή τις ακτίς εις την όψιν του, και πάραυτα το σκότος επυκνούτο και καθίστατο δεινότερον. Έμεινεν επί μακράς ώρας εις την θέσιν εκείνην, λησμονήσας εαυτόν. Η νυκτερινή δρόσος επήνεγκε νάρκην εις το σώμα αυτού, και κάρωσις τω επήλθεν. Ήτο μεσαία κατάστασις μεταξύ υπνοβασίας και εγρηγόρσεως, λήθαργος, νάρκωσις και ουχί ύπνος.

Αίφνης, από καιρού εις καιρόν, εξύπνα εκ του μακρού ονείρου της, κ' εφαίνετο ανακτώσα την αίσθησιν του πραγματικού κόσμου, αλλ' ολίγαι παρήρχοντο στιγμαί και πάλιν έπιπτεν εις την νάρκην του ύπνου της βυθιζομένη βαθύτερον ακόμη εις το προσφιλές όνειρόν της.

Μα δεν παύει, Θεέ μου!. . . εψιθύρισεν αίφνης, ωσεί απαυδήσασα. Κ' επήδησεν ορθία, ανατινασσομένη ορμητικώς καθ' όλα αυτής τα μέλη, θέλουσα ν' απορρίψη την νάρκην και την εντύπωσιν, την οποίαν της επέφερεν ο τόνος της φλογέρας.

Μένων Αληθινά ομιλείς. Σωκράτης Δεν είναι λοιπόν πράγματι εις καλυτέραν θέσιν τόρα διά το πράγμα που δεν εγνώριζε; Μένων Και αυτό μου φαίνεται. Σωκράτης Καταστήσαντες λοιπόν αυτόν γεμάτον αμφιβολίαν και σαν νάρκην ναρκώσαντες αυτόν τον εβλάψαμεν; Μένων Δεν μου φαίνεται. Μένων Είναι προφανές.