United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο κατηφής. Τον εφόβιζεν η ιδέα του να συναντηθή με την νύμφην. Τι να είπη; Πώς να φερθή; Και έπειτα δεν ήτο εισέτι βέβαιος περί της συγκαταθέσεως. — Διατί η εξαδέλφη δεν έγραψε καθαρά Ναι ή όχι; Κοντός ψαλμός αλληλούια!

Η Μόρφω, λευκή και ωχρά, με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κ' ενεθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ' αυτής.

Ήτο λίαν κατηφής, και δεν ηδυνήθη να μη ανακοινώση προς την Αϊμάν την απορίαν του επί τη βραδύτητι της επιστροφής του απεσταλμένου. Η Αϊμά δεν εγίνωσκε τας αποστάσεις και ηγνόει πόσον απείχε το σιδηρουργείον από της κατοικίας του φιλοσόφου. Εν τούτοις ουδέν απήντησεν εις την παρατήρησιν αυτού. Άλλη αύτη αφορμή απορίας διά τον πλατωνικόν.

Άλλως, ούτε φίλους είχεν ούτε σχέσεις, ούτε εις καφενείον τον είδε τις ποτε να καθίση, ούτε εις ξένην οικίαν εισήρχετο. Ήσυχος, ολιγόλογος, κατηφής, μετέβαινε τακτικώς εκ της οικίας του εις τα γραφεία των πελατών του και εκείθεν πάλιν οπίσω, πενιχρώς αλλά κοσμίως και καθαρώς πάντοτε ενδεδυμένος.

Τότε κατηφής υπεχώρησε, και η πρώτη αύτη πείρα της φανατικής διαθέσεως του λαού με τον οποίον είχε να πράξη μεγάλως συνετέλεσε να δηλητηριάση την όλην διοίκησίν του δι' αισθήματος υπερβαλλούσης αηδίας.

Κατηφής και περίλυπος εξελθών εκ του δωματίου του ασθενούς ο ιατρός, είπε προς τους προεστώταςΛυπούμαι, διότι πολύ αργά έφθασα· η ασθένεια είναι σφοδρά περιπνευμονία, η φλόγωσις εκορυφώθη, και μικροτάτη ελπίς θεραπείας μένει πλέον εις την επιστήμην. Απόπληκτοι εμείναμεν όλοι, ότε ηκούσαμεν τους απελπιστικούς αυτούς λόγους του ιατρού. Το Σχολείον κατά τας ημέρας εκείνας είχεν ερημώσει.

Ούτε ανθρώπινον ον ήτο πού, ούτε συνέβη τι, ούτε ψόφος τις ηκούετο. Ενόησεν ότι είχε καταστή παίγνιον των ονείρων. Επανήλθεν εις την καλύβην λίαν κατηφής. Ήναψε λύχνον και πλησιάσας σιγά εις την κλίνην, όπου εκοιμάτο αόρατος η Αϊμά, διότι το σανίδωμα την απέκρυπτεν από των βλεμμάτων, έτεινε το ους. Ήκουσε την ομαλήν και ηρεμαίαν αναπνοήν της νέας, ήτις εκοιμάτο ως αρνίον.

Μειδιάματα, φιλοφρονήσεις, γλυκείς λόγους, όλα δι' αυτήν τα είχε. Τώρα όμως έπαυσε και να μειδιά και να ομιλή προς αυτήν. Ενώπιον αυτής ήτο σύννους και κατηφής. Ότε όμως εκείνη ήτο απούσα, αν ευρίσκετό τις όστις να είπη κακόν λόγον εναντίον της, ο Μάχτος θα τον εφόνευε. Παρεμέριζεν ότε εκείνη διέβαινε, χωρίς να τη απευθύνη λόγον.

Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον κοιμωμένου βρέφους. Αλλ' η σύζυγός τουδιότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν.

Εν τοιαύτη θλιβερά καταπτώσει ευρισκομένη η γραία, ηγέρθη εσχάτως μίαν πρωίαν σφόδρα κατηφής, αφυπνισθείσα υπό κακού ονείρου. — Τι έχεις, Μα; ηρώτησαν μετά περιπαθείας αι δύο κυανοπλόκαμοι αδελφαί. — Τίποτε παιδιά μ'! απήντησε. Και κάτω νεύουσα την κεφαλήν υπό την μαύρην σκιάν της μανδήλας της εψιθύρισεν ως προς εαυτήν: — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη ανακατωθήτα βακούφκα!