Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Αλλ' αίφνης άνευ ουδεμιάς αφορμής, άνευ ειρμού τινος, χωρίς και ο ίδιος να το εννοήση διατί, μ' εκείνο το ακούσιον κραύγασμα, το οποίον' αναδίδει μόνη της η καρδία πονέσασα αίφνης, ο γέρων εφώνησε μετά παιδικής αυταρεσκείας: — Μπρε, το θαρρείς καλλίτερο αυτούνο απ' τον Άι-Γιώργη μου; — Ποιόν Άι- Γιώργη; εψιθύρισεν ο ενωμοτάρχης απορών. — Το καρυοφύλλι του· απήντησαν πολλοί των χωρκών.
Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του, και απ' αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν: — Μαρία! έλα πάρτ' αυτά. Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν ανώνυμά τινα σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την κλίμακα η κυρία Πασιφάη, άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν της λευκήν εσθήτα φορούσα.
Αι σταφυλαί δεν είχον σχηματισθή ακόμη τελείως. — Αύριον θα θειαφίσωμε, κορίτσια, εφώνησεν η θειά-Ζωίτσα από το μέσον της αμπέλου, μόλις διακρινομένης της θέσεως εν η ίστατο η κοντούλα γραία, εκ της ελαφράς κινήσεως των βλαστών. — Να! άρχισεν η χολέρα! εφώνησε πάλιν η γραία επιθεωρούσα έν προς έν τα κλήματα μετά στοργής μητρός θωπευούσης τα νεογνά της. Αλλ' αι δύο θυγατέρες δεν ήκουσαν.
Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος, εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα τας χείρας επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον ή ερχόμενον, κ' ερράγισεν η καρδία της. — Χαρά 'ς το! εφώνησε, χαρά 'ς το! Τέτοια ώρα έρχεσαι 'ς το σπίτι σου; Πού ήσουν όλην την ημέρα; — Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του Δημήτρη.
Αποφασίσας άρα να μη υστερήση, ήλθε τρέχων, πνευστιών, εύθυμος, με τρόπον όστις εξέπληξε πάντας τους ιδόντας, και γονυπετών προ των ποδών του Ιησού εφώνησε: «Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;»
— Α! εφώνησε φαιδρά η αδελφή του Μιμίκου, μόλις ιδούσα την επιγραφήν. Το γράψιμον της Μαριγούλας! Και ανέγνω ταχέως: Προς τον Κ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ν Ξ υ δ ά κ η ν. — Τι να σου στέλλη άρα γε, Μιμίκο; ηρώτησεν αφελώς η Ελένη, και εστράφη μειδιώσα προς τον αδελφόν της, ενώ περίεργος η χειρ της ητοιμάζετο να σχίση το κυανούν περικάλυμμα.
Ουδέ στιγμήν περισσότερον παρέτεινεν ο Κύριος την αγωνίαν της προσδοκίας της. «Ω γύναι, εφώνησε, μεγάλη σου η πίστις, γενέσθω σοι ως θέλεις». Και με την συνήθη γραφικήν απλότητα του, ο Ευαγγελιστής Μάρκος περαίνει την διήγησιν διά των συγκινητικών λέξεων: Και ότε ήλθεν εις την οικίαν, εύρεν εξεληλυθός το δαιμόνιον, και την παιδίσκην ανακεκλιμένην.
— Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον κοιμωμένου βρέφους. Αλλ' η σύζυγός του — διότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν.
Κ' ενώ ηγωνία τοιουτοτρόπως, κρότημα βαρύ εκρότησεν εις το παράθυρον της οικίας· τούτο, ως να είχε χείρας, την έσυρε προς τα επάνω και έσπευσε τρικλίζουσα προς το παράθυρον. — Τ' είνε, θα 'πώ; εφώνησε. — Καλώς τα δεχθήκατε! Ήλθεν ο αδελφός σου με ένα καράβι.
— Το ηύρα! εφώνησε μετά πολύ πλειοτέρας χαράς ή ο Αρχιμήδης, ότε ανεκάλυπτε τον νόμον της ειδικής βαρύτητος των σωμάτων, και ηγέρθη της έδρας του. Ήνοιξε σιγά και μετά περισκέψεως την θύραν του παρακειμένου δωματίου, όπου ήτο ο κοιτών της μητρός και της αδελφής του, και ιδών ότι ο θάλαμος ήτο κενός, εισήλθεν εις αυτόν αθορύβως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν