United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει.

Κυρίαι, εδώ είνε η θέσις διά τους άνδρας. Να πάτε επάνω, παρακαλώ, να μη γίνη σκάνδαλον. Και εδείκνυε την γυναικωνίτιδα. Ταυτοχρόνως η διδασκάλισσα του χωρίου, νεάνις αγαθή πλην υπερήφανος, ως πάσα διδασκάλισσα χωρίου, εκ του Αρσακείου εξελθούσα, από της γυναικωνίτιδος όπου ήτο, ιδούσα τας ξένας κυρίας και ότι ετοποθετήθησαν κάτω, έσπευσε και αυτή, καταλιπούσα επάνω την μητέρα της.

Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα.

Ένα τοιούτον γέρο-λύκον παλαιόν είχε συναντήσει, φαίνεται, ο νεαρός Νικολός εις τα μέρη της Ανατολής τα παράλια, όπου είχε προσεγγίσει η γολέττα, και τοιαύτην ιστορίαν εκείνος του είχε διηγηθή. Και άμα ήλθεν ο φίλος μου έσπευσε να με κάμη κοινωνόν του μυστικού, ή μέτοχον της επιχειρήσεως. Χάριν μεγαλυτέρου κύρους, ως περίεργος και μνήμων οπού ήτο, μου διηγείτο πολλά και άλλα εγχώρια θρυλήματα.

Να φυλάγεται απ' εκείνον τον άνθρωπον. — Ποίον άνθρωπον; — Εκείνον τον μουστερήν μας. Ο Μάχτος ανωρθώθη, και ανένηψεν ολίγον. Αυθορμήτως δ' έσπευσε να είπη τας σκέψεις του προς την Γύφτισσαν. — Αυτός ο άνθρωπος, μάννα, δεν έρχεται εδώ διά καλό. — Πώς το ξεύρεις, μικρό μου; — Το ξεύρω, είπεν ο Μάχτος. — Και ποιος σου το είπεν; — Εγώ το λέγω. — Και διατί έρχεται; — Έρχεται διά την Αϊμάν.

Την αυτήν στιγμήν ο Λάμπρος ο Βατούλας έσπευσε να τηλεγραφήση εις τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον πολλά συγχαρητήρια και πολλά εγκώμια διά τον εαυτόν του, λόγω ότι, καίτοι μόνος υπηρετών αυτόν, πρώτην φοράν εκτεθέντα ως υποψήφιον, καίτοι πολεμούμενος λυσσωδώς από δύο ισχυρότατα κόμματα, κατώρθωσεν ουχ ήττον να του δώση τόσας ψήφους.

Το Χρυσώ ανεπήδησεν αμέσως, ως όταν μας διακόπτουν όνειρον και με βουρκωμένους τους οφθαλμούς ως να εφόρει γυαλιά από δάκρυα, έσπευσε να αποκρεμάση το λυχνάριον, το οποίον ο Μπάρμπα-δήμαρχος είχεν αναρτήσει από τινος δοκού, ως είπομεν, φοβηθείσα η κόρη μη τυχόν και πέση εντός των ξηρών ξύλων και καώσιν αίφνης.

Άμα εξύπνησεν έμεινε σύννους επί αρκετήν ώραν· έπειτα φοβηθείς διά το όνειρον έσπευσε να νυμφεύση τον υιόν του, και επειδή ούτος εστέλλετο συνήθως εις τους πολέμους ως στρατηγός των Λυδών, έπαυσε πλέον να τον στέλλη· εξέβαλε συγχρόνως από τα δωμάτια των ανδρών τα βέλη, τα ακόντια, όλα τέλος τα όπλα όσα μεταχειρίζονται οι άνθρωποι εις τον πόλεμον, και τα συνεσώρευσεν εις θαλάμους κεκλεισμένους, φοβούμενος μήπως, εάν τα άφινον κρεμάμενα, ήθελε πέσει κανέν επί της κεφαλής του υιού του.

Ο Σκούντας τη εσύριξε μακρόθεν το όνομα του Τρανταχτή και η μοναχή έσπευσε να διατάξη να τον εισαγάγωσιν. Ο Σκούντας δι' ολίγων λέξεων εξήγησεν ότι ο φίλος του Τρανταχτής, τυρβάζων περί σπουδαίας υποθέσεις, δεν εσχόλαζε να έλθη, και έπεμψεν αυτόν προς την Βεάτην. Η μοναχή ευηρεστήθη εκ της προθυμίας και εκ των φιλοφρόνων τρόπων του Σκούντα, και τον προσεκάλεσεν εις το μαγειρείον.

Μίαν φοράν εκλέγουν και εγώ την τύχην μου την είδα. Η Αρσινόη ηρυθρίασε κ' έσπευσε ν' απομακρυνθή, μετ' ου πολύ δε και οι τρεις απήρχοντο του Πολυτεχνείου. Ο Φωκίων έκτοτε ήλλαξε τρόπον. Από της άκρας ευθυμίας, παρεδίδετο αίφνης εις μελαγχολίαν μεγάλην. Η Αρσινόη ήτο απαθής, ή επροσποιείτο και ο Φωκίων ηρεθίζετο.