United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παραστάς λ.χ. άπαξ εις συζήτησιν υπέρ το δέον ζωηράν μεταξύ δύο χαρτοπαιζόντων εν τω «καζίνω» της Σύρου Χίων εμπόρων, έσπευσε να πληροφορήση δημοσία τας συζύγους των, αίτινες ευρίσκοντο μετά της μητρός του, «ότι οι άνδρες σας πιάσθηκαν σαν τσαλαπετεινοί». Το πρωτότυπον ευρίσκεται παρά τω κ. Ανδρέα Ροΐδη Καλλίνσκη. Βλ. «Ιστορίαν ενός Σκύλου». Ξενόπουλος «Παναθήναια» τόμ. Ζ' σ. 359.

Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπετάν Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά- Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει.

Η χήρα η Μισιργούδα είχε μια βρατσέρα κληρονομιά του μακαρίτη οπού είχε το πρωί αποπλεύσει διά την Κύμην και έσπευσε έντρομος, με λαδάκι: — Παναγίατο Πέλαγο! Παναγίατο Πέλαγο!

Ο αιπόλος αυθορμήτως, και χωρίς να ειξεύρη το διατί, έσπευσε προλαβών κ' εκρύβη όπισθεν των θάμνων. Είχεν αισθανθή αμυδρώς ότι συνέφερε να μη εννοήσωσιν οι τέσσαρες εκείνοι ότι τους είδε. Τέλος και οι έξ έγειναν άφαντοι.

Πάραυτα, αφού είπε το «Κοιμήσου, παιδί μου», απεκοιμήθη πάλιν, ο δε Φάλκος και πάλιν έσπευσε να εξέλθη. Μεσονύκτιον ήτον ήδη, και η σελήνη είχεν ανατείλη προ πολλού. Ο Φάλκος, όταν εξήλθε το δεύτερον έξω, έρριψε ξύλα εις την φωτιάν, διά να μη σβύση, επειδή μεγάλως τον έτερπε και τον εγοήτευε το πυρ, εις την σιγήν και την γαλήνην της νυκτός, εις το μέσον των ερειπίων.

Κ' ενώ ηγωνία τοιουτοτρόπως, κρότημα βαρύ εκρότησεν εις το παράθυρον της οικίας· τούτο, ως να είχε χείρας, την έσυρε προς τα επάνω και έσπευσε τρικλίζουσα προς το παράθυρον. — Τ' είνε, θα 'πώ; εφώνησε. — Καλώς τα δεχθήκατε! Ήλθεν ο αδελφός σου με ένα καράβι.

Ήτο η φωνή της γραίας γειτονίσσης, ήτις μαθούσα την χαροποιάν είδησιν έσπευσε να δείξη όλην την αγαθήν της διάθεσιν, όχι μόνον αναγγέλλουσα την χαράν, αλλά και μετέχουσα ταύτης.

Ήρπασε τη πρώτην απεγνωσμένην ιδέαν, ήτις τη επήλθε, και έσπευσε να εκτελέση αυτήν, χωρίς να δύναται να σκεφθή καλώς. Όρμησεν εκτός της κλίνης, όπως ήτο, με τόσον γοργόν, ελαφρόν και σχεδόν αδιανόητον κίνημα, ώστε ουδέ παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος το πήδημα αυτής.

Δεν εντρέπεσαι, καϋμένε! Εντρέπετο αληθώς ο Μιμίκος, αλλά τι του εχρησίμευε πλέον η εντροπή; Ηγέρθη κατησχυμμένος από της τραπέζης και μετέβη εις το δωμάτιόν του, όπου έσπευσε να ανάψη φως και να αναγνώση την επιστολήν της Μαρίας του. Ιδού δε τι ανέγνωσε· Κύριε Δημήτριε,

Αλλ' από βαθέος όρθρου, ο Λάμπρος ο Βατούλας οσφρανθείς, φαίνεται, το δόλωμα των αντιπάλων, έσπευσε να ξυπνήση τον καπετάν-Νικολάκην, το Τρυποκαρύδι, ένα των στενωτέρων φίλων του, και επιβιβασθέντες οι δύο εις ωραίον κόττερον, έλυσαν τα πανιά, εσήκωσαν την άγκυραν, και ανάψαντες τους ναργιλέδες των με τα κάρβουνα, τα οποία είχαν λάβει από το καφενείον του γέρο-Ακούκατου, όστις αγρυπνότερος αλέκτορος ήνοιγε το καφενείον τέσσαρας ώρας πριν φέξη, εξηπλώθησαν παρά την πρύμνην καπνίζοντες και πλέοντες τη βοηθεία της πρωινής απογείου αύρας.