Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Αι κόραι άσπρισαν ήδη και το κατώφλιον της θύρας, έρριψαν διά την από των υποδημάτων λάσπην χονδρόν σκουτί, από εκείνα εντός των οποίων θλίβουσι τας ελαίας εις τα ελαιοπιεστήρια, και εισήλθον να διασκευάσωσιν εορταστικώς και τας αιθούσας.

Μόλις ήκουσε αυτό ο Κτήσιππος άναψαν αμέσως τα αίματά του και γεμάτος αγανάκτησιν του λέγει: Ξένε μου Θούριε, αν δεν ήτανε κάπως χονδρόν εκ μέρους μου, θα σου έλεγα &στο κεφάλι σου&, που φαντάσθηκες να μας αποδώσης τέτοιο ψέμμα σε μένα και σ' αυτούς τους άλλους, που είναι και να το λέγη κανείς αμαρτία, πως εγώ επιθυμώ τον θάνατον αυτού! — Κτήσιππε, του είπεν ο Ευθύδημος, παραδέχεσαι, πως ημπορεί κανείς να ψευσθή; — Το παραδέχομαι βέβαια, εκτός αν είμαι παράφρων. — Αλλ' όταν κανείς ψεύδεται, λέγει το πράγμα περί του οποίου πρόκειται ο λόγος, ή δεν το λέγει; — Το λέγει. — Λοιπόν, αφού το λέγει, θα πη ότι δεν λέγει τίποτε άλλο, παρά εκείνο που λέγει. — Αυτό ν' ακούεται. — Αλλά βέβαια θα παραδεχθής, ότι εκείνο που λέγει είναι ένα κάποιο πράγμα χωριστόν από όλα τα άλλα. — Δεν έχω αντίρρησιν. — Ώστε εκείνος που το λέγει αυτό, λέγει ένα πράγμα που υπάρχει. — Ναι. — Αλλά εκείνος που λέγει ένα πράγμα που υπάρχει λέγει το πραγματικόν, το αληθινόν· ώστε ο Διονυσόδωρος, αφού λέγει εκείνο που υπάρχει, λέγει εκείνο που είναι, και επομένως δεν είπε κανένα ψέμμα για σένα. — Ναι, μα εκείνος που το λέγει αυτό, Ευθύδημε, λέγει πράγμα που δεν είναι.

Και όταν, μετά είκοσιν ημέρας, επανήλθε τα βραδύ και χονδρόν του καπετάν Ηλία κόττερον εκ Βόλου, κοντανασαίνον από το φορτίον, πρωί-πρωί η γρηά- Κυρατσού έσπευσε να υποδεχθή, τον γαμβρόν της, τον Λαλεμήτρον, τον μεγαλέμπορα, ως τον απεκάλει.

Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του καπετάν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή υπό των δανειστών του.

Τω εφαίνετο ότι, σαν να τον κατηράσθη ο Γέρων του Λυκαβητού διά τα ελέη, τα οποία του αφήρπασαν οι λωποδύται, και πολλάκις τον έβλεπε καθ' ύπνον κατά πάσαν αποτυγχάνουσαν εργασίαν του, κοντόν, χονδρόν, με λευκόν μέχρι του στήθους φθάνοντα πώγωνα, μ' έν χονδρόν και μακρόν επανωφόριον, ως ρωσσικόν επενδύτην, να τω φωνάζη αγρίως: — Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Αλλ' ο Σαϊτονικολής δεν τον αφήκε να τελειώση την φράσιν. Ανεπήδησεν εκμανής. Και αρπάσας χονδρόν ξύλον, ώρμησε κατ' αυτού. Αλλ' η Ρηγινιώ επρόλαβε και ετέθη ολοφυρόμενη μεταξύ αυτών· ριφθείσα δε εις τον τράχηλον του συζύγου, τον εξώρκιζε να μη του συνερίζεται. Ο δε Μανώλης, όστις είχεν εγερθή και προχωρήση προς την θύραν, είπε: — Δεν την παίρνω 'γώ τη μουστακάτη κι' ό,τι θες κάνε.

Τώρα εστέκετο εις το επάνω επάνω σκαλοπάτι της όλης σκάλας και παρετήρει, ότι και εδώ δεν έφθανεν ακόμη αρκετά υψηλά, ώστε να βλέπη μέσα εις την φωλεάν, και ότι μόνον με το χέρι ημπορούσε να φθάνη εκεί επάνω· εξήτασε πόσον στερεοί περίπου ήσαν οι αποκάτω χονδροί συμπεπλεγμένοι μεταξύ των κλάδοι, οι οποίοι εσχημάτιζον το κάτω μέρος της φωλεάς και ερευνών ηύρε χονδρόν στερεόν κλάδον· ετινάχθη από την σκάλα επάνω εις αυτόν, εστηρίχθη επάνω εις τον κλάδον και είχε τώρα στήθος και κεφαλήν επάνω από την φωλεάν· εδώ τον προσέβαλλεν χείμαρρος πνιγηράς δυσωδίας θνησιμαίων· μέσα εις την φωλεάν ήσαν πρόβατα, αίγαγροι, πτηνά, τα οποία είχαν απομείνει εν σήψει.

Και το μεν ήμισυ των υδάτων καταβαίνει εις την Αίγυπτον, προς το μέρος του βορά, το δε άλλο ήμισυ εις την Αιθιοπίαν, προς το μέρος του νότου. Ότι δε αι πηγαί εξέρχονται εκ βαράθρου αβαθούς, το εύρεν εκ πείρας ο Ψαμμίτιχος· διότι, αφού διέταξε να πλέξωσι χονδρόν σχοινίον πολλών χιλιάδων οργυιών, το έρριψε και δεν ηδυνήθη να εύρη τον βυθόν.

Αυτήν την γνώμην έχω. Σωκράτης. Δεν πρέπει λοιπόν, όταν πρόκειται να κατασκευάσωμεν σαΐτα διά λεπτόν φόρεμα, ή χονδρόν, ή λινόν, ή μάλλινον ή οποιονδήποτε άλλο, όλαι μεν αι σαΐται να έχουν την μορφήν της σαΐτας, οποιαδήποτε όμως είναι φύσει η καλλιτέρα διά το καθέν, αυτής το σχήμα να αποδώσωμεν εις έκαστον τοιούτον εργαλείον; Ερμογένης. Μάλιστα. Σωκράτης.

Προσέχετε, κρατείτε με σφικτά, έλεγεν εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν. Μη με αφήσατε να πέσω κατά γης, και έπειτα δεν θα ημπορείτε να με εύρητε. Είμαι τόσον λεπτή! Αυτά έλεγεν η σακκορράφα εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν περασμένην με ράμμα χονδρόν και χωρίς κόμπον εις την άκραν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν