United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάννας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κοίτουνταν κ' οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες. Μια φορά μοναχά μου τα είπε ο γέρος.

Ζάρες έκαμε το πλατύ μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να εκύλισαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος ξαπλωμένος τ' ανάσκελα στον πάγκο έμοιαζε πτώμα. Οι άλλοι λαμνοκώποι σκυθρωποί και αμίλητοι εκινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα τα έργον τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα ν' αγωνίζωμαι σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους επήρα.

Δεν άσπρισαν ακόμη τα μαλλιά μου κι ωςτόσό τι να σας πω; Άμα ξαναείδα την Πόλη, με φάνηκε σα να ξαναχαίρουμουν της νιότης μου τα πρώτα χρόνια. Μπορεί να με γέλασαν τα μάτια μου, μα σαν μπήκα στο παλιό μας το σπίτι, θαρρούσα που με γλυκοκοίταζαν οι τοίχοι.

Δεν εφοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! τη θάλασσα δεν εφοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου!... Θάλασσα, μωρέ, αν είνε θαν το δείξη, αργάγλήγορα!... Είδα κ' έπαθα ώστε να τον ησυχάσω. Τέλος επήρε να νυχτώνη και κακά σημάδια άρχισε να δείχνη ο καιρός. Ο ήλιος εβασίλεψε μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα εσκούραναν και οι χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία.

Και κει που τάλεγα, παιδί μου, τον έπιασε μια τρεμούλα και άσπρισαν τα χείλια του, και αγρίεψεν η ματιά του, σαν σεληνιασμένος. — Ω, Παναγία μου! τρεις φοραίς άνοιξε το στόμα του να συντύχη, και τρεις φοραίς άκουσα τα δόντια του να κροτιούνται, παιδί μου, μα την φωνήν του δεν την άκουσα! Έτσι εστριφογύριζε το νεκρόχλωμό του πρόσωπο!

Αι κόραι άσπρισαν ήδη και το κατώφλιον της θύρας, έρριψαν διά την από των υποδημάτων λάσπην χονδρόν σκουτί, από εκείνα εντός των οποίων θλίβουσι τας ελαίας εις τα ελαιοπιεστήρια, και εισήλθον να διασκευάσωσιν εορταστικώς και τας αιθούσας.

Είχε μαλακυνθή όλως διόλου ο δυστυχής από την αργίαν. Αι σάρκες του ήσαν απαλαί, αι παρειαί του ως εκ προζυμίου, αι χείρες του ως ξεβιδωμέναι. Αι τρίχες της κόμης του άσπρισαν και αυταί. Τι να κάμη: Η αδελφή του, τη επιμόνω παρατηρήσει του μπάρμπα Σταυρή είχε σκληρυνθή ολίγον. — Τον παίρνεις στον λαιμόν σου, άφησέ τον, της έλεγεν ο Ξυλοπόδαρος. Αργός μη εσθιέτω. Θα σε κανονίση ο παπα-Μεθόδιος.