United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε κληρονομήση την βλαπτικήν απλότητα του Γέρω-Λαχανά και η Αρφανούλα, και δεν εβάστα η ψυχή της να τα χαλάση με τον αδελφόν της. Να μη τον πικράνη. Ο θειός της όμως, ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελυπείτο δι' αυτό και προέβλεπεν ατυχήματα: — Βρε κορίτσι μου, έλεγε. Γιατί χαλνάς τα λεπτά σου; — Μα τι να κάμω; — Να τον διώξης! . . . — Και πού να πάγη; — Ν' αυρή δουλειά!

Και γιατί μου τα λέγεις αυτά, μπάρμπα Σταυρή; Παρετήρησε πειραγμένος ολίγον ο Σπύρος. — Ο νοών νοείτω! απήντησεν ο Ξυλοπόδαρος κτυπήσας με κρότον εις την γην τον ξύλινον πόδα του.

Αλλά βλέπεις, σήμερα, Αρφανούλα μου, στέκουν οι άνθρωποι με ανοιχτό το στόμα να χάψουν τας ιδέας των άλλων. Και εδώ πλέον χρειάζεται ταχύτης: Όποιος πρόφτασε τον Κύριον εδόξασεν. Όλα έγειναν σήμερον «ηλεκτροπαραγωγά», είπεν ο Ξυλοπόδαρος, κτυπών τα τρία ξύλα του εις την γην με την νέαν αυτήν του συρμού λέξιν. — Και τώρα; ηρώτησεν η Αρφανούλα, περιδεής.

Διά τούτο ο μπάμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος εφρόντισε κ' εύρεν ένα καλόν κηπουρόν εργατικόν και δραστήριον προς ον εμίσθωσε το περιβόλιον μετά τον θάνατον του αγαθού κηπουρού.

Τώρα; 'Σαν ταποτώρα! απήντησεν ο Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ξύων την βάσιν της τριγωνικής κεφαλής του. Κάμε ό,τι θέλης. Μόνον να μη ξεχάσης τι προφητεύει ο Χρονογράφος για την Αθήνα κ' έχε τον νουν σου. Και κάμε λήγωρα να ανοίξης δικό σου εργοστάσιο.

Τον έκαμεν ο ίδιος ο άνθρωπος. Ξέρεις τι λέγανε μια φορά οι παππούδες μας; Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γύμνια και πείνα την Λαμπρή! . . . Ο Σπύρος εγέλασε και είπε: — Καλνά σε είπανε ξυλόσοφο! — Το ξέρεις λοιπόν, κατεργαράκο μου, εξηκολούθησεν ο Μπάρμπα- Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος. Λυπάσαι γιατί χάλασε το μισό περιβόλι και φθονείς τα πουλιά και ζηλεύεις τα λουλούδια!

Ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος ερχόμενος και ακούσας, τας τελευταίας λέξεις του Σπύρου, επροχώρησε με τον ξύλινον πόδα του, τακ-τακ με την τριγωνικήν μεγάλην κεφαλήν του, σείων αυτήν δεξιά και αριστερά, με τα δύο ξύλινα ραβδία, τακ-τακ, και καθίσας πλησίον του Σπύρου, εθώπευσεν αυτόν πατρικώς εις τους ώμους και είπε: — Εγώ να σου το πω, Σπύρε μου, ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον γυμνόν και πειναλέον.

Πρώτην φοράν έβλεπεν αυτό το θαύμα, του οποίου εργάτης βεβαίως ήτο ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ο νέος θαυματουργός των Σεπολίων με τον ξύλινον πόδα του και με την ως ραβδίον πλήττουσαν ξυλίνην φιλοσοφίαν του. — Μου είπε να με διορίση από τώρα, εξηκολούθησεν ο Σπύρος, τελωνοφύλακα. Αλλά πού να τρέχω και να ξενυχτώ για τα λαθρεμπόρια.

Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου, έλεγε δικαιολογούμενος ο Ξυλοπόδαρος. Πρώτη φορά που εγελάσθηκα. Αλλά πάλιν δεν εγελάσθηκα. Η θέσις εκείνη ήτανε αληθινά διά καφενείον. Αλλά το καφενείον θέλει και καφετζήν. Ο Σπύρος ενόμισεν ότι ο καφετζής πρέπει να κάθεται και εδώ είνε που την έπαθε. Κανένας δεν πρέπει να κάθεται, Αρφανούλα μου, όταν έχη δουλειά.

Τότε ένας θείος των εφρόντισε και το μεν περιβόλιον παρέδωκεν εις ξένον κηπουρόν επί μισθώματι, την δε Αρφανούλαν δεκαπενταέτιδα πλέον κορασίδα, εισήγαγεν εις τι μέγα εργοστάσιον γυναικείων πίλων και ψευδοστεφάνων. Ο θείος των αυτός, αδελφός της μητρός των, ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ήτο ένας τετραπέρατος άνθρωπος.