United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι λόγοι της μητρός του επροξένησαν εις τον Μανώλην αίσθημα σύμμικτον από συμπάθειαν και εγωιστικήν χαράν· ελυπείτο και υπερηφανεύετο φανταζόμενος τα ωραία εκείνα μάτια να κλαίουν χάριν αυτού. Ο δε Σαϊτονικολής, μαντεύων το αποτέλεσμα των λόγων της συζύγου του, τους ενίσχυσε με ένα δίστιχον: Θωρείς τα, κουζουλό πουλί, τα πράμματα που κάνεις, Ναφίνης το βασιλικό κιατσουμαλιές να πιάνης;

Ας είνε, τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να μείνη, το λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με κάθε τρόπον μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και ο Καπετάνιος έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον εκατάλαβα ότι είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον τον κίνδυνον, παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου.

Η Ιωάννα γνωρίζουσα εκ πείρας τι έστι πείνα ελυπείτο τους πεινώντας συντρόφους, δεινή δε ούσα περί την κ α ζ ο υ ϊ σ τ ι κ ή ν επιστήμην άγνωστον εις τους ανατολίτας, αντικείμενον δ’ έχουσαν ν' αποδεικνύη το μέλαν λευκόν, την σελήνην τετράγωνον και την κακίαν αρετήν, επειράθη ν' ανεύρη δι' αυτής τίνι τρόπω ηδύναντο να δειπνήσωσιν αναμαρτήτως.

Ματαία λοιπόν είναι η λύπη ώστε να λυπήται ο Αξίοχος δια το μήτε ον, μήτε μέλλον να είναι περί τον Αξίοχον, και ομοία είναι η λύπη, ως να ελυπείτο τις περί της Σκύλλας ή του Κενταύρου, πραγμάτων τα οποία μήτε είναι περί σε, μήτε ύστερον μετά τον θάνατον θα είναι. Διότι ο φόβος υπάρχει εις τα όντα, εις δε τα μη όντα πώς είναι δυνατόν να είναι;

Την αγαπώ με όλην μου την ψυχήν! Ο Κ. Πλατέας ήκουσε την εξομολόγησιν με αόριστόν τι αίσθημα ηθικής στενοχωρίας. Ελυπείτο βλέπων την βαθείαν συγκίνησίν του φίλου του, τον εζήλευεν ίσως ολίγο διά το προξενούν την ταραχήν του αίσθημα, ηπόρει πώς δεν του εξεμυστηρεύθη προ της σήμερον τον έρωτά του, ηγανάκτει δε κατά του εαυτού του πώς να μη τον εννοήση και άνευ της εξομολογήσεως.

Αφού συνήλθεν ο Πραγματευτής από τον φόβον του εκαβαλίκευσε το άλογον του και φεύγοντας από εκείνον τον τόπον ηκολούθησε την στράταν του· αλλ' εάν έπρεπε να χαρή διά τον κίνδυνον που απέφυγεν, ελυπείτο υπερβολικά διά τον όρκον που έκαμε.

Ουδέποτε επροφέρθη δι' εμέ υψηλότερη, πλέον υπερήφανη λέξιςκαι εξηκολούθησε: — Και η γυνή αυτή επέπρωτο ν' απέλθη εις το άνθος της ηλικίας της, όταν ο πιο μικρός γυιός της δεν ήταν ουδέ έξ μηνών! Η ασθένειά της δεν διήρκεσε πολύ· ήταν ήσυχη, υπομονητική, μόνον τα παιδιά της ελυπείτο, ιδίως το μικρό.

ΙΦ. Εγώ να σου 'πω δεν λυπούμαι πολύ διά το γεγονός, διότι η κόρη δεν μας έπταιεν εάν η μητέρα της εκαυχάτο και διετείνετο ότι ήτο ωραιοτέρα από ημάς. ΔΏΡ. Αλλά θα ελυπείτο διά τον θάνατόν της Ανδρομέδας αφού είνε μητέρα. ΙΦ. Ας λησμονήσωμεν εάν μία βάρβαρος γυναίκα ωμίλησεν υπέρ την αξίαν της• αρκετά ετιμωρήθη με τον κίνδυνον τον οποίον διέτρεξεν η κόρη της, και ας χαρώμεν διά τον γάμον.

Αλλά σκεφθείς ότι θα την ελύπει, όπως ελυπείτο και αυτός όταν ήκουε το παρανόμι που του είχαν κολλήσει, απεσιώπησε την σκέψιν του. — Και ποιος παπάς θα μας ευλοήση; ηρώτησεν η Πηγή. — Ποιος παπάς θα μας ευλοήση; επανέλαβεν ο Μανώλης ξύων τον κρόταφόν του. Αλλ' η αμηχανία του δεν διήρκεσεν επί πολύ. — Κιανείς, είπε. Σαν παρθούμε 'μείς είντα μας γνοιάζει; Το πρόσωπον όμως της Πηγής εξέφρασε φρίκην.

Τι θ' απήλαυεν από τα βάσανα του κόσμου; Και ούτ' εζήλευε καν! Τι να ζηλέψη; Έβλεπε την μεγάλην αδελφήν της και την ελυπείτοτην εκαίετο. Όσον διά την μικράν, την Κρινιώ, άμποτε κι' αυτήν ο Θεός να την φωτίση! Όπως κι' αν έχη, η μάνα της δεν έχει σκοπόνδεν βαστά πλέον, δεν αντέχεινα υποφέρη διά να την υπανδρεύση και το πολλοστημόριον όσων διά την μεγάλην αδελφήν της υπέφερεν.