Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Όπισθεν ενός πορφυρού κίονος, κρυφοκυττάξας γύρω, αφού συνήλθεν από της πρώτης εκπλήξεως, έκαμε τον σταυρόν του, δειλόν και έμφοβον σταυρόν, είτα ελθών έστη σκυθρωπός, εκεί οπού άλλοτε ήτο η αγία Τράπεζα.

Μόνον από καιρού εις καιρόν ησθάνετο κάτι κτυπούν το στήθος του προς αριστερά, ωσεί η καρδία ήθελε ν' ανοίξη και να φύγη εκείθεν. . . Ούτω περί το γλυκοχάραγμα είχε φθάσει εις τους πρόποδας ενός λόφου και επερικυκλώθη αίφνης υπό ποιμενικών σκύλων, υλακτούντων θορυβωδώς. Τότε συνήλθεν εις εαυτόν κ' εστάθη περισκοπών το μέρος πέριξ. — Μωρέ, πού 'βρέθηκα!. . εσκέφθη απορών.

Η δε Γερακούλα έσπευσε κ' εκόμισε το κυλινδρικόν χρυσοφόρον δοχείον, το ευρεθέν εν τω δάσει, ανέπαφον, φέρον επί του επικαλύμματος την εικόνα του Ευαγγελισμού. Τότε μόλις συνήλθεν από της εκπλήξεως ο ηγούμενος, αποκαθηλώσας τους επί του γέροντος ακινήτους οφθαλμούς του, και κινήσας αυτούς επανειλημμένως από του ανευρεθέντος θησαυρού προς τον δήμαρχον και από τούτου προς τον καπετάν-Θοδωρή.

Πάει! Σκοτώθηκεν! Επανελάμβανεν έκφρων η γραία. Τι να γένω! Μετά τινας στιγμάς όμως συνήλθεν εις εαυτήν η Δεσποινιώ. Πλην δεν ηδύνατο να μετακινηθή εκ του εδάφους.

Πλην οδυνηρά η φωνή του Ναζαρίου ηκούσθη εις το σκότος: — Αυθέντα, την μετέφεραν μετά του Ούρσου εις την Εσκιλίνην φυλακήν . . Φέρομεν άλλο σώμα! Την επήραν προ του μεσονυκτίου, αλλοίμονον! Ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να προφέρη ουδέ λέξιν, έμεινε κεραυνόπληκτος και μόνον με τας περιποιήσεις του Πετρωνίου συνήλθεν. Αλλοίμονον, έλεγε, το παν κατεστράφη, μόνον Εκείνος δύναται να μου την αποδώση.

Αλλ' ο Μανώλης συνήλθεν αμέσως, ιδών το τουρλωτόν φέσι του Θωμά, το οποίον εις μικράν απόστασιν εσείετο δεξιά και αριστερά, ως απειλή. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κατόπιν αυτών βιαστικός ποδοβολητός και ηναγκάσθησαν να παραμερίσουν διά να διέλθη όνος φορτωμένος χαμόκλαδα, υπό τον όγκον των οποίων το ζώον εχάνετο εντελώς, μεταμορφωνόμενον εις τεράστιον ακανθόχοιρον.

Θα κάμης μπάνιο; τον ερωτά ο παχύς κύριος, αφού συνήλθεν εκ της συγκινήσεως ην ησθάνθη φανταζόμενος τον εαυτόν του ρυμουλκούμενον υπό του τροχιοδρόμου. — Μπάνιο δεν θα κάμω, αλλά θα ψαρέψω. — Δηλαδή; — Θα πάω για καμμιά γκουβερνάντα. Εις έν εκ των προ ημών θρανίων μία μυταρού ομιλεί αδιακόπως μυστικά προς παρακαθημένην κυρίαν με ωραία μάτια.

Ο αρχιμάγειρος από τον φόβον του έμεινεν εκστατικός και άφωνος· και όταν συνήλθεν εις τον εαυτόν του επλησίασε διά να σηκώση τα ψάρια που είχαν πέσει εις την στάκτην, και τα ευρίσκει μαύρα ωσάν κάρβουνα, οπού δεν εχρησίμευον πλέον δια την τράπεζαν του βασιλέως.

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον. — Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα. — Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

Χάρις εις τας επικαίρους προσπαθείας των εκεί συνδραμόντων, συνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Κ. Πλατέας, μετά πολλής αληθώς δυσκολίας, αλλ' επί τέλους συνήλθεν, εκεί δε εις τον αιγιαλόν ωρκίσθη διπλούν όρκον, ποτέ πλέον να μη κολυμβήση και ποτέ να μη λησμονήση ότι οφείλει την ζωήν εις τον Κ. Λιάκον. Τον όρκον ετήρησεν έκτοτε πιστώς.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν