United States or Benin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανδραποδίσαντες δε τους κατοίκους παρέδωκαν την πόλιν εις τους Εγεσταίους, των οποίων οι ιππείς είχον φθάσει εκεί. Έπειτα το μεν πεζικόν επροχώρησε διά των Σικελών έως ου έφθασεν εις την Κατάνην, τα δε πλοία περιέπλευσαν έχοντα τους αιχμαλώτους.

Μετ' αυτόν δε ανέβαινον οι επόμενοι έξ εις καθένα από τους πύργους. Έπειτα μετά τούτους επροχώρουν άλλοι ελαφρά ωπλισμένοι με μικρά δόρατα, άλλοι δε κατόπιν έφερον τας ασπίδας των, όπως εκείνοι ευκολώτερον αναβαίνουν και τας οποίας ώφειλον να δώσουν άμα ήθελον φθάσει πλησίον των εχθρών.

Οι δε Αθηναίοι και τα τεσσαράκοντα πλοία απέστειλαν εις Σικελίαν άμα παρεσκευάσθησαν, και τους υπολοίπους δύο στρατηγούς, τον Ευρυμέδοντα και τον Σοφοκλέα· διότι ο τρίτος αυτών, ο Πυθόδωρος, είχεν ήδη φθάσει πρότερον εις Σικελίαν.

Τα μέσα είνε εις την δύναμίν σου, αυθέντα· εγώ έχω μόνον το πνεύμα. Ο Πετρώνιος εμειδίασεν ωσαύτως, διότι ήτο λίαν ευχαριστημένος από τον ξένον του. — Ο άνθρωπος ούτος θα δυνηθή να την ανεύρη, είπε καθ' εαυτόν. — Πόθεν γνωρίζεις την Ευνίκην; είπε μεγαλοφώνως. — Ήλθε να μου ζητήση συμβουλήν, επειδή η φήμη μου είχε φθάσει μέχρις αυτής. — Ποίαν συμβουλήν; — Μίαν συμβουλήν περί έρωτος, αυθέντα.

Τι τα θέλεις όμως; ήθελα πολύ να είχες φθάσει εις την λίμνην του Κόμου.

Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακόσιας, αδιάφορον. Άλλως ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τας έκλεινε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον. Έως εδώ είχον φθάσει αι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσης γραίας. Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός, θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυκτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Παιδί μ', εις τόσην έπεσε το πνεύμα μου απορίαν, 105 ώστε ομιλία προς αυτόν ή ερώτησι να κάμω δεν δύναμ', ή το πρόσωπον εκείνου ν' αντικρύσω. και αν ο Οδυσσέας είναι καιτο σπίτι του έχει φθάσει, να γνωρισθούμ' είν' άσφαλτος ο τρόπος μεταξύ μας· κρυμμένα εις άλλους έχουμεεμάς γνωστά σημεία». 110

Πλέον εύμορφος ήτον ακόμη και από την Αφέντραν, ήτις ήτο ισχνή, χλωμή και αδύνατος. Τέλος, αφού έκαμε τελευταίαν βόλταν προς την Σμαράγδω, και όλην την εβδομάδα δεν τον είχαν ιδεί στα μάτια, ανελπίστως την Κυριακήν το μεσημέρι οι δύο αδελφοί, οίτινες είχαν φθάσει το Σάββατον με την βρατσέραν, τον καταφέρνουν, βγάζουν της άδειαις, και τον στεφανώνουν την Κυριακήν το βράδυ με την Αφέντραν.

Ας ηξεύρουν λοιπόν εκείνοι, που εις ετούτο το νησί από κακήν τους τύχην ήθελαν φθάσει, πως δεν θέλουν μεταγυρίσει εις τους τόπους τους, αν δεν ανδρειευθούν, και τολμήσουν να βαλθούν εις τους πλέον φοβερωτάτους κινδύνους που είναι.

Εξήλθον λοιπόν και ύψωναν τείχος, αρχίσαντες από της πόλεώς των, κάτωθεν του κύκλου των Αθηναίων και άγοντες αυτό εγκαρσίως· κόψαντες δε τας ελαίας του τεμένους ύψωσαν ξύλινους πύργους. Τα πλοία των Αθηναίων δεν είχαν φθάσει ακόμη εις τον μέγαν λιμένα παραπλέοντα την Θαψον· οι Συρακούσιοι ήσαν πάντοτε κύριοι της περί αυτούς θαλάσσης, και οι Αθηναίοι έφεραν τας τροφάς εκ της Θάψου διά ξηράς.