United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανένα δεν θ' αφήσωμεν ! Εν τούτοις η λέμβος ανεχώρησε με το πρώτον φορτίον, ο δε ναύκληρος και τρεις ναύται έμενον εις το παράλιον ωπλισμένοι. Επήγαινεν η λέμβος και ήρχετο, εσμικρύνετο δε βαθμηδόν ο αριθμός των επί της ακτής, και ηύξανε μετά πάσαν αναχώρησιν η ανυπομονησία των μενόντων. Ηύξανε δε τοσούτω μάλλον καθ' όσον το φως επληθύνετο.

Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν και με χρυσούν στέφανον. Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν.

Άμα δε οι Βοιωτοί ητοίμασαν τα πάντα, εφάνησαν επί του λόφου και εσταμάτησαν, παραταγμένοι όπως έπρεπε, διά να πολεμήσουν. Ήσαν δε επτά χιλιάδες πεζοί, δέκα χιλιάδες και πλέον ελαφρά ωπλισμένοι, χίλιοι ιππείς και πεντακόσιοι πελτασταί.

Εις δε το οπίσω μέρος, εις την πρύμνην τρόπον τινά, εστέκετο επί λόφου υψηλού ο κυβερνήτης και εκράτει χάλκινον πηδάλιον, το οποίον είχε μήκος πέντε σταδίων. Εις την πρώραν έως τεσσαράκοντα εξ αυτών ωπλισμένοι επολέμουν• και ήσαν καθ' όλα όμοιοι με ανθρώπους, εκτός της κόμης των, η οποία ήτο φωτιά και ανέδιδε φλόγας• ώστε δεν είχαν και ανάγκην από περικεφαλαίας.

Τους ψιλούς όμως τους έτρεπον εις φυγήν πανταχού όπου επλησίαζον πολύ· αλλ' ούτοι, ελαφρώς ωπλισμένοι, εμάχοντο υποχωρούντες και έφευγαν εύκολα πριν τους φθάσουν, ένεκα της ανωμαλίας των μερών, τα οποία, ακατοίκητα έως τότε, ήσαν δύσβατα, και οι Λακεδαιμόνιοι, βαρέως ωπλισμένοι, δεν ηδύναντο να καταδιώξουν αυτούς.

Εβάδιζον κατ' Εκείνου όστις ήτο ανυπεράσπιστος και εγκαταλελειμμένος, και όμως οι στρατιώται ήσαν ωπλισμένοι με ξίφη, και οι μιγάδες οι άλλοι έφερον ράβδους και ρόπαλα.

Ενώ οι πέντε κοιμώντανε, οι άλλοι πέντε ωπλισμένοι, όρθιοι μπροστά στης πόρτες και στα παράθυρα, φύλαγαν άγρυπνοι. Αλλά, κατά τύχη, είχαν όλοι αποκοιμηθή, πέντε στα κρεββάτια, πέντε στης πλάκες. Η Ιζόλδη πέρασε τα ξαπλωμένα σώματά τους, σήκωσε το σίδερο της πόρτας. Έκαμε κρότο ο σύρτης, μα χωρίς να ξυπνήση κανείς από τους φρουρούς. Πέρασε το κατώφλι, κι' ο τραγουδιστής έπαψε.

Αλλά και όλοι, φιλόσοφοι και ρήτορες, κατέχονται υπό φόβων• τουλάχιστον οι περισσότεροι εξ αυτών βαδίζουν κρατούντες ράβδον, και βεβαίως, εάν δεν εφοβούντο, δεν θα ήσαν ούτω ωπλισμένοι• και τας θύρας των δε μανδαλώνουν δυνατά φοβούμενοι μήπως εισέλθη κανείς την νύκτα και τους κακοποιήση.

Που σε κάθε της τύχης αναποδιά θα είμεθα δυο, έτοιμοι, δυνατοί, ωπλισμένοι για την πάλη και για την νίκη. Από τη φωλειά την δική μας μόνον τραγούδια χαράς θ' ακούωνται. Ποτέ γρύνιες και θρήνοι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι αισιοδοξία! Κώστα, παιδί μου! Πρέπει να πάς για αμάξι. Μ α ρ ί α. Κα. Μ ε μ ι δ ώ φ. Ο πατέρας του δεν ξέρει πώς ήλθα εδώ. Ξέρεις, οι άνδρες δεν πέρνουν τα πράγματα όπως ημείς.

ΑΛΕΞ. Δεν λέγω αυτό, αλλ' οι βάρβαροι κατεπτοήθησαν και δεν μου ανθίστατο πλέον κανείς εξ αυτών, διότι ενόμιζαν ότι επολέμουν προς θεόν και ούτω ευκολώτερα τους υπέτασσα. ΦΙΛ. Και ποίους υπέταξες, οι οποίοι να είνε άνδρες πολεμικοί; Πάντοτε είχες να κάμης με δειλούς, οι οποίοι ήσαν ωπλισμένοι με παιδικά τόξα και ασπίδας γελοίας, πλεκτάς από λιγαριές.