United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Το χιόνι ξακολουθούσε να πέφτη, ο βοριάς ξακολουθούσε ν' αγριοφυσάη, το κρύο ξακολουθούσε ν' αντρειεύεται και τ' άλογο ξακολουθούσε ν' αναιβαίνη αργά-αργά τον ανήφορο «γκρουπ-γκρουπ- γκρουπ-π π... ». Λίγος δρόμος μου είχε απομείνει ακόμα, όσο ν' αναιβώ στη ράχη, αλλά δεν τελείωνε ποτέ! Την υπομονή μου διαδέχονταν ανυπομονησιά και την ανυπομονησιά μου υπομονή!

Οπού δεν έχει ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή, στη γνώση και στο ξόμπλι... Κυττάζει, συλλογίζεται και δεν απολογιέται, Σα ναύρισκε ένα φταίξιμο, κάποιο βαρύ ψεγάδι, Μες στ’ άπειρα κεντήματα, τα χιλιοξομπλιασμένα, Κι’ η Κόρη από τη βιάση της και τον πολύν καημό της, Του λέγει με ανυπομονησιά και με κρυφή λαχτάρα : — Μη δε σου αρέσει, Κωνσταντή, του γάμου το μαντήλι;

Αγανακτεί δε η ανυπομονησία του, ότι δεν την έλαβεν ακόμη. — Είνε κυβέρνησις αυτή; εκφωνεί πολλάκις εν τω καφενείω· και οι φίλοι του απαντώσιν εν χορώ: Βεβαίως δεν είνε κυβέρνησις. Του τρίτου εκείνου, αποσχόλου μόλις νεανίου, είνε έτι πρωιμωτέρα και η ανυπομονησία.

Αυτή του όμως η ανυπομονησία και ο θυμός έκαναν να σκάη πριν φθάση στον σκοπό του και μανισμένο για τούτο, έστελνε τους αφρούς ολέθρια της λύσσας του δείγματα. Και άλλα μύρια εσπρόχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήση πρώτο, ποιο να καταφέρη τη δυνατώτερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε αντρειωμένο και άπαρτο κάστρο.

Κουβέντιαζε με την αδελφή της και έλεγε με καμάρι: «Γιατί τη μέρα πρέπει να την ορίσει εκείνος κι όχι εγώ; Εγώ δεν είμαι καμιά χωριάτισσα για ν’ ακολουθώ τα έθιμα». «Τι ανυπομονησία σ’ έχει πιάσει; Η αγγελία έγινε και σήμερα θα συζητήσουμε για τα υπόλοιπα.» Η Νοέμι ήταν ταραγμένη και ο Έφις την άκουγε που πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι, ελαφροπατώντας αλλά ανήσυχη.

Δεν βαρηέσαι! απαντά ο παραλαμβάνων, ανυπομονών και αυτός να αποκτήση το παραγγελθέν όπως όπως, και χριστιανικόν αυτού καθήκον υπολαμβάνων να διαλύση πάσαν τυχόν ανησυχίαν του παραδίδοντος. Σφίγγουσιν ούτως εν κατανυκτική ευφροσύνη τας χείρας η ανυπομονησία του παραγωγού και του καταναλωτού η ανυπομονησία, κυρούται της ημιμαθείας το κράτος και ανακηρύσσεται της ημιτελείας το βασίλειον.

Επρόκειτο να μεταβώ εις Μαριούπολιν, μετά διετή απουσίαν, παρά οικογενεία φίλη, σχεδόν συγγενή και ησθανόμην την συγκίνησιν εκείνην την γλυκείαν μεν, αλλά την οποίαν καθιστά σχεδόν οδυνηράν η ανυπομονησία.

Ο Χοπ-Φρωγκ εγέλασεν επίσης, αν και σιγαλά, και με ένα ύφος όλίγον αφηρημένον. — Εμπρός, εμπρός, είπεν ο βασιληάς με ανυπομονησία, δεν ευρίσκεις τίποτα να επινοήσης; — Προσπαθώ να εύρω κάτι το ανέκδοτον, απήντησεν ο νάνος με αφηρημένον ύφος, διότι ήτο τελείως ζαλισμένος από το κρασί. — Προσπαθείς, απήντησεν ο τύραννος με αγριότητα.

Συγχισμένος και με απόφαση όμως, ήτρεξε στο σπίτι του που τον περίμεναν οι φίλοι του. Το γαμπρό τον είχε χαμένο κάμποσες ημέρες τώρα και ήταν πολύ θυμωμένος. Ωστόσο έξω από το σπίτι του γέρω Μαρούπα ήτανε πανηγύρι. Καμμιά εικοσαριά χωριανοί, άντρες και γυναίκες, εωρτάζανε τα περίφημα χοιροσφάγια, οπού τα περιμένουνε με πολλή ανυπομονησία οι φαγάδες.

Κάμε αυτό που σου λέω, διέταξεν εν ανυπομονησία η δασκάλισσα· δεν είνε τίποτε,...πριν έλθη κ' η άλλη, και τα ιδή· και τότε το μικρό γίνεται μεγάλο. Έτι λαλούσης αυτής εισήλθεν η Ευθαλία, η δευτέρα διδασκάλισσα, συνοδευομένη και από την μητέρα της.