United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε νέα ανυπομονησία με κατέλαβεν: — ο θόρυβος αυτός, αν τον ήκουε κανείς γείτονας! Η ώρα του γέροντος ήχησε. Με ένα μεγάλο ούρλιασμα απεκάλυψα το φαναράκι και επήδηοα εις το δωμάτιον. Δεν έβγαλε παρά μίαν κραυγήν, παρά μίαν μόνην. Σε μια στιγμή τον έρριψα κάτω, τον εθρυμμάτισα ρίψας επάνω του όλον το βάρος της κλίνης. Τότε εγέλασα εύθυμα, βλέποντας ότι ήρχισε το έργον.

Ο Μανώλης όμως, μεθ' όλας τας δυσκολίας τας οποίας συνήντα η ανυπομονησία του, δεν απηλπίσθη εντελώς, αλλά κατέφυγεν εις τον γαμβρόν του, εις τους θείους του και τας θείας του, ικετεύων αυτούς να πείσουν τον πατέρα του να επισπεύση τον γάμον. Και προς όλους έλεγεν ότι θα ετρελλαίνετο αν δεν εγίνετο ταχέως ο γάμος.

Κανένα δεν θ' αφήσωμεν ! Εν τούτοις η λέμβος ανεχώρησε με το πρώτον φορτίον, ο δε ναύκληρος και τρεις ναύται έμενον εις το παράλιον ωπλισμένοι. Επήγαινεν η λέμβος και ήρχετο, εσμικρύνετο δε βαθμηδόν ο αριθμός των επί της ακτής, και ηύξανε μετά πάσαν αναχώρησιν η ανυπομονησία των μενόντων. Ηύξανε δε τοσούτω μάλλον καθ' όσον το φως επληθύνετο.

Και ως ήτο γονατισμένη, εκάθησεν, έκλινε την κεφαλήν της προς τα γόνατά της και απεκοιμήθη. Και εν ώ έξω οι ποιμένες εν πασχαλινή ανυπομονησία έστρωνον ευφροσύνως μοσχοβολούσαν την τράπεζαν, και εστρώνοντο εγγύς και αυτοί, η θεια Μυγδαλίτσα εντός του ναού ωνειρεύετο.

Την γραίαν εκείνην μου ενθυμίζει η πανταχόθεν της Ευρώπης εκδηλουμένη ανυπομονησία διότι ο Αμερικανικός και Ισπανικός στόλος βραδύνουν να συγκρουσθούν, να καούν, να βυθισθούν, να κοκκινήση από αίμα ο Ατλαντικός, ως εκοκκίνησε προ ημερών ο Ειρηνικός. Η γραία Ευρώπη έχει ανοίξει το παράθυρόν της και αδημονούσα περιμένει την σύγκρουσιν των δύο αντιπάλων στόλων.

Πριν ή αφαρπάσουν τον αδάμαντά μου είχα το δικαίωμα να ρίψω το σκήπτρον εις το πρόσωπον των υβριστών θεών και να είπω εις αυτούς ότι ο κόσμος ούτος ήτο ίσος προς τον ιδικόν των. Όλα είναι μηδέν, η υπομονή είναι ανοησία, η δε ανυπομονησία αρμόζει εις λυσσαλέον κύνα.

Τέλος οι Φαρισαίοι έλαβον θάρρος να Τον ερωτήσωσι, «Πότε έρχεται η βασιλεία του ΘεούΥπήρχεν ανυπομονησία και υλοφροσύγη τις, ίσως και δόσις σαρκασμού, εις το ερώτημα, ωσανεί έλεγον, «Πότε όλον το κήρυγμα και η προπαρασκευή αύτη λαμβάνει πέρας, και ο καιρός της ενεργείας έρχεται;» Η απόκρισίς Του, ως συνήθως, υπεδείκνυεν ότι η άποψίς των ήτο όλως σφαλερά.

Και για να γελάσει καλλίτερα το έθνος, στολίστηκε με όλη τη σοβαρότητα, το μυστικισμό και την «εμβρίθεια», που του ταιριάζει τόσο άσκημα, και είπε υποκριτικά, με τεχνητή ανυπομονησία: «Για όνομα Θεού, μην τύχει, και κουνηθήτε. Ούτε να αναφέρετε καν τέτοια ζητήματα. Μπορείτε, με μια απροσεξία σας να καταστρέψετε το παν». Και το π α ν αυτό είναι ένα π α ν ― μ έ γ ι σ τ ο μ η δ ε ν ι κ ό.

Όταν όμως άραξε το βαπόρι κ' η μαμά ετοιμαζότανε να βγη, ο μικρός Σβεν έστεκε ορθός στην αποβάθρα με τη μεγαλήτερη ανυπομονησία και τα μάτια του ψάχνανε γύρω σα να κιντύνευε η ζωή του όλη. Κι όταν παρουσιάστηκε η μαμά, είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος είτανε πιο ευτυχισμένος, εκείνος που δεν περίμενε του κάκου εκεί ή η μητέρα που βρήκε το παιδί της να την περιμένη.

Ο ποταμός κατρακυλώνταν με θυμό, κι' η φωνή, που έβγαινε από τα νερά του, έκανε ένα είδος άγριας, περίφανης και μονότονης μουσικής, που χύνει απέραντο πέλαγο μελαγχολίας στην ψυχή. Μια φωνή, ίσως της νιώτερης, από τες γυναίκες πώπαιρναν νερό εκεί, σηκώθηκε μ' ανυπομονησιά: — Ντέτεστε! καμμιά βολά, καημένες!, μας πήραν τα μεσάνυχτα στην ποταμιά!