United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τι λοιπόν εννοείς, και εις τι να υποθέσωμεν ότι αναφέρεται αυτός σου ο λόγος; Αγαπητέ μου, και εγώ εγέλασα προ ολίγου τον εαυτόν μου. Δηλαδή ρίψας βλέμμα προς αυτήν την εκστρατείαν περί της οποίας ομιλούμεν μου εφάνη λαμπροτάτη και ότι θα επετύγχαναν θαυμάσιον απόκτημα οι Έλληνες, καθώς είπα, εάν τότε εμεταχειρίζείο κανείς αυτήν καλώς.

Μα τον Δία, είπεν ο Πυρρίας, εγώ ήκουσα και ένα γαύγισμα που ήλθε από το χάσμα, μου εφάνη δε ότι είδα και μίαν μικράν λάμψιν η οποία θα ήτο από την δάδα της θεάς. Εγώ εγέλασα διά την προσθήκην υπό του μάρτυρος του γαυγίσματος και της λάμψεως.

Λοιπόν θ' αναγκασθούν να πολεμήσουν εν απογνώσει, θα γίνουν ακουσίως ήρωες. Τώρα όμως εγέλασα και εγώ γέλωτα ο οποίος αν δεν ήτο από χάλυβα, εξάπαντος θα ήτο εξ αλουμινίου: — Αλλ' αυτά τα παλληκάρια ξέρουν κι' άλλο μονοπάτι. Αν παραδοθούν; Ο «κόρνελ» ωχρίασε: — Αυτό δεν το υπελογίσαμεν! Είμαι κατάπληκτος.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κεί που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα. . . . . στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Ότε με είδεν επί του πλοίου του με το λευκόν εσώβρακον, και την χωρικήν γουνέλαν μου, και με τα δύο μικρά μου βαρέλια κοκκίνου χαβιαρίου, εγέλασεν ο καλός πλοίαρχος. Εγέλασα κ' εγώ, αλλά κατ' εκείνην την ώραν εσυλλογιζόμην περισσότερον την μητέρα μου ή την μηλέαν του κήπου μας. Ο άνεμος ήτο νότιος το δε τρεχαντήριον επήδα ταχύ, διευθυνόμενον προς την Χίον.

»Τι να του πω; Δεν του είπα τίποτα. — Έννοια σου, μου κάνει σε λίγο, μη στενοχωριέσαι. Δε θα σε φορτωθώ πια. Δεν είνε τόπος για δουλειά εδώ. Σόδομα, και Γόμορρα. — Αμήν, να δώση ο Θεός, του είπα. Τα παπούτσια του βουλευτού γελούσαν μέσα από τα μεγάλα τους ανοίγματα. Εγέλασα κ' εγώ. Δέκα φορές είχε ξαναγύρισει στην πατρίδα να ησυχάση και δέκα φορές ξαναήρθε πάλι. Κάμποσον καιρό δεν τον ξαναείδα.

Το τι επατήθην κατ' αυτήν μου την περιήγησιν, το τι διεσκέδασα, και εξεκωφάθην, και εγέλασα, και . . . . αηδίασα, δεν περιγράφεται. Φαντάσου, . . πλην είνε αδύνατον να φαντασθής.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κει που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα... στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Β’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Έχω κεφάλι δα κ' εγώ, αυθέντα, διά ξύλα· δεν έχω χρείαν να μου 'πή ο Πέτρος να τα εύρω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Ά! μ' έκαμε κ' εγέλασα με την απόκρισίν του· αλήθεια ξυλοκέφαλος! — Να! 'ξημερόνει κι’ όλα! Ο Πάρης με την μουσικήν να έλθη δεν θ' αργήση· όπου κι' αν ήναι θα φανή. Να! έρχεται! Γυναίκα! Αι, παραμάνα! δεν ακούς; πού είσαι, παραμάνα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Την Ιουλιέταν 'ξύπνησε κ' ετοίμασε την.

Εγέλασα, διότι, και πάλιν το λέγω, τι ημπορούσα να φοβηθώ; Είπα καλημέρα εις τους κυρίους αυτούς. Την κραυγήν, εφώναξα, ήμουν εγώ που την έβγαλα στον ύπνο μου. Όσον διά τον γέροντα, εξηκολούθησα, ευρίσκεται εις την εξοχήν. Ωδήγησα τους επισκέπτας μου εις όλας τας γωνίας της οικίας μου. Τους εβίασα να ζητούν, να ζητούν επιμελώς. Τους ωδήγησα τέλος εις το ιδικόν του δωμάτιον.