Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Τούτο ήτο το πρώτον μου αίσθημα, στενόν ίσως εγωισμού αίσθημα. Δεν εσυλλογιζόμην την ώραν εκείνην τους μείναντας εις την Χίον, δεν εσκεπτόμην πόσοι δυστυχέστεροι ημών κρύπτονται εισέτι εις σπήλαια και υπόγεια, υποφέροντες τα μαρτύρια, από των οποίων ημείς ελυτρώθημεν.

Απεσύρθην ακροποδητί, έκλεισα την θύραν και ήρχισα πάλιν τον περίπατον και τον μονόλογόν μου. Όταν εσυλλογιζόμην πόσον εύκολον θα ήτο εις την γυναίκα εκείνην να με καταστήση τον ευτυχέστατον των ανθρώπων, αν κατά τι ολιγώτερον ηγάπα τας διασκεδάσεις και την εργολαβίαν, με ήρχετο όρεξις να την πνίξω. Ο κίνδυνος όμως αυτής δεν ήτο μεγάλος.

Εσυλλογιζόμην ότι τον άνθρωπον εκείνον ούτε άλλον κανένα ποτέ μου δεν επείραξα· ότι πρώτην φοράν έπιανα εγώ ξίφος, ενώ εκείνος ήτο εξ επαγγέλματος ξιφομάχος και θα μ' εσούβλιζεν ως ορνίθιον, χωρίς να διατρέξη ο ίδιος κίνδυνον κανένα. Εσυλλογίσθην και την γραίαν μητέρα μου και την απελπισίαν της. Εκύτταξα έπειτα τους τέσσαρας μάρτυρας, οι οποίοι μ' έκαμαν την εντύπωσιν βοηθών του δημίου.

Και εγώ κατά τον μέχρι τούδε τουλάχιστον καιρόν υπέθετα ότι το όνειρον αυτό και με παρεκίνει και με διέταττε να κάμνω εκείνο το οποίον έκαμνα, καθώς εις τους αγώνας οι δίδοντες διαταγάς εις τους τρέχοντας· εσυλλογιζόμην λοιπόν ότι το όνειρον τούτο κατά τον αυτόν τρόπον με διατάττει να ασχολώμαι και εγώ εις τούτο, εις το οποίον ενασχολούμαι, δηλαδή εις την μουσικήν, διότι η μεν φιλοσοφία είναι μεγίστη μουσική, εγώ δε ενασχολούμαι εις αυτήν.

Ότε με είδεν επί του πλοίου του με το λευκόν εσώβρακον, και την χωρικήν γουνέλαν μου, και με τα δύο μικρά μου βαρέλια κοκκίνου χαβιαρίου, εγέλασεν ο καλός πλοίαρχος. Εγέλασα κ' εγώ, αλλά κατ' εκείνην την ώραν εσυλλογιζόμην περισσότερον την μητέρα μου ή την μηλέαν του κήπου μας. Ο άνεμος ήτο νότιος το δε τρεχαντήριον επήδα ταχύ, διευθυνόμενον προς την Χίον.

Είχα την πεποίθησιν ότι θ' ανεύρω τους δύο σάκκους, και εσυλλογιζόμην πώς θα πωλήσω τα χρυσά και αργυρά σκεύη, σχεδιάζων πώς διά του προϊόντος αυτών θα μεταβώ μετά της οικογενείας μου εις Ιταλίαν,― εις Αγγλίαν ίσως,― και οποίου είδους εμπόριον εκεί θα διοργανίσω, η δε φαντασία μου έπλαττεν εικόνας μελλούσης επιτυχίας.

Ύστερα αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον θάνατον.

Και ενώ εκείνη έλεγε ταύτα, εγώ εσυλλογιζόμην την ανήμερον άλλοτε οργήν της κατά του φονέως, το παράπονόν της, ότι ο πτωχός ημών αδελφός εταράσσετο εν τω τάφω του, οσάκις ο φονεύς αυτού επάτει το χώμα, έστω και εις την άκραν του κόσμου, και ανετριχίαζε το σώμα μου εκ της ιδέας, ότι ο φονεύς εκείνος περιπατεί καθ' εκάστην επί αυτού του τάφου του θύματός του, και έτρεμον μη το πληροφορηθή η ταλαίπωρος.

Όλην την νύκτα εσυλλογιζόμην δι' αυτό, αλλά τέλος το ηύρα. — Και τι ηύρες αφέντη; τω είπεν ο Βράγγης. — Σηκώσου γρήγορα. — Είμαι όρθιος, αφέντη. — Ετοίμασε το άλογόν σου, παιδί μου. — Αλλά δεν έχω άλογον, είπε μετ' απορίας ο Βράγγης. — Δεν πειράζει, πηγαίνεις με τους πόδας σου. — Και με τας χείρας μου, αν ήτο τρόπος. — Να υπάγης γρήγορα να εύρης τον παλαιόν μου φίλον τον Λιμπέρην.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν