United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εγώ κατά τον μέχρι τούδε τουλάχιστον καιρόν υπέθετα ότι το όνειρον αυτό και με παρεκίνει και με διέταττε να κάμνω εκείνο το οποίον έκαμνα, καθώς εις τους αγώνας οι δίδοντες διαταγάς εις τους τρέχοντας· εσυλλογιζόμην λοιπόν ότι το όνειρον τούτο κατά τον αυτόν τρόπον με διατάττει να ασχολώμαι και εγώ εις τούτο, εις το οποίον ενασχολούμαι, δηλαδή εις την μουσικήν, διότι η μεν φιλοσοφία είναι μεγίστη μουσική, εγώ δε ενασχολούμαι εις αυτήν.

Τουναντίον, όταν θεωρή τις πράγμα τι, ο νους ουδέ τότε επιτάσσει να διώκωμεν ή να φεύγωμεν αυτό, λ.χ. πολλάκις διανοείται τι τρομερόν ή ηδύ πράγμα, αλλά δεν διατάττει να το φοβώμεθα, η καρδία όμως κινείται, αν δε το πράγμα είναι ευάρεστον, άλλο όργανον κινείται.

Όπως διατάττει ο άρχων, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Αύτη κοιμάται; — Και αν κοιμάται, εξυπνά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Σκληρόν, είπε στρυφνώς ο πρώτος των ξένων, όστις εφαίνετο αρχηγός αυτών. Ουδείς απήντησε προς την παρατήρησιν ταύτην. — Θα την εξυπνίσης; είπεν ο δεύτερος. — Θα την εξυπνίσω, είπεν ο Γύφτος. — Είνε εύκολον; — Είνε. Έχετε τους ημιόνους; — Έχομεν. — Έχετε και όλα τα μέσα; — Έχομεν.

Ο Γύφτος επέμεινε να μείνη όρθιος, και τότε ο ξένος ηναγκάσθη να μετέλθη έκτακτόν τι μέσον, να σύρη αυτόν εκ της χειρίδος, ίνα τον βιάση. Ο Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αντιστή επί πλέον, και υπήκουσεν. — Ελέγαμεν λοιπόν, μάστορη; είπεν ο ξένος με καθαράν φωνήν. — Τι διατάττει ο άρχων, είπεν ο Γύφτος με φωνήν υποτρέμουσανΝα μην έχης κανένα δισταγμόν, είπεν ο άρχων. — Τι θέλει ο άρχων;

Νύκτωρ δε μετά του φίλου του Ταχήρ εισέρχεται εις τον κοιτώνα της Ευφροσύνης, όπου μη δυνάμενος να ελκύση την συμπάθειαν αυτής διά των ικεσιών κατέφυγεν εις την εκβίασιν και διατάττει τους σωματοφύλακάς του να λάβωσιν αυτήν και ετέρας δεκαεπτά γυναίκας Ελληνίδας νεονύμφους και να τας πνίξωσιν εις την λίμνην των Ιωαννίνων. Άπασαι επνίγησαν.

Διατάττει αυστηρώς τον αλιέα ο πρώην πλοίαρχος, εγερθείς υψηλός, ογκώδης, επί της πρύμνης της χθαμαλής αλιάδος, με την λασσιότριχα μηλωτήν, με τον βαρύν κούκκον του, δαίμων των κυμάτων. Το μαϊστραλάκι ήρχισε να πνέη κρύο-κρύο, παγωμένον. Κατ αρχάς εμελάνιαζε την κυανήν θάλασσα μ' αιφνίδια, ελαφρά σαγανάκια, είτα όμως ανέκτησε την τακτικήν του δύναμιν. Ο πόντος ήρχισε ν' ασπρίζη.

Ανοιχθείσης ταύτης εισήλθε και εύρε τον κάτοικον της οικίας, όστις ήτο εκατόνταρχος, και διώκει την εν τω τόπω στρατιωτικήν δύναμιν. Ούτος έδειξε μέγιστον σέβας προς τον επισκέπτην του, ευθύς ως τον είδε. — Τι διατάττει ο &άρχων&; είπε. Πώς ευρέθη εδώ; — Φίλε μου, θέλω την συνδρομήν σου, είπεν ο επισκέπτης. — Ορισμός σας. — Συνέβη κάτι.

Ταύτα ακούσας ο Οτάνης ήρχισε να εννοή καλλίτερον το πράγμα· έπεμψε λοιπόν προς την θυγατέρα τρίτην αγγελίαν λέγουσαν ταύτα· «Ω θύγατερ· διά την λαμπράν σου γέννησιν πρέπει να αναδεχθής τον κίνδυνον εις τον οποίον ο πατήρ σου σε διατάττει να εκτεθής.

Ηπόρουν όμως διά τα τόσα χρυσά του κοσμήματα, διά την ωραίαν εσθήτα του και διά το μέγα πένθος εις το οποίον έβλεπον την οικίαν του Αρπάγου. Καθ' οδόν έμαθον τα πάντα· ο άνθρωπος όστις με έφερεν έξω της πόλεως και όστις μοι παρέδωκε το παιδίον, με είπεν ότι ήτο υιός της Μανδάνης, θυγατρός του Αστυάγους, και του Καμβύσου, υιού του Κύρου. Ο Αστυάγης διατάττει να το φονεύσωμεν, και ιδού αυτό

Τότε ο βασιλεύς διατάττει να ανοιγώσιν αι πύλαι αι προς το μέρος των εχόντων μεγάλην ανάγκην. Αφού δε η γη των χορτασθή πίνουσα ύδωρ, αύται μεν αι πύλαι κλείονται, διατάττει δε να ανοίξωσιν άλλας εις άλλους οίτινες ήθελον είπει ότι έχουσι μεγίστην ανάγκην. Καθώς δε ηξεύρω εξ ακοής, τας ανοίγει αφού λάβη μεγάλας ποσότητας χρημάτων, πλην του φόρου. Και ταύτα μεν ούτως έχουσιν.