United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ως εν μέσω των Αποστόλων είχεν ευρεθή ο Ιούδας, ούτω και μεταξύ των δένδρων παρέστη η Λοιδορία ήτις μόνη εδήλωσεν ότι ουδόλως διενοείτο να υποκύψη εις την γενομένην απόφασιν. Η βδελυρά αύτη διαγωγή εστιγματίσθη διά φοβερού αναθέματος υπο τών βουλευομένων και ούτω παρεδόθη εις τας αράς των αιώνων ως ένοχον φρικαλέας προδοσίας το αποτρόπαιον φυτόν.

Εφοβήθην μήπως με αφαιρέση την βασιλείαν ο αδελφός μου και ενήργησα ταχύτερον ή φρονιμώτερον, διότι είναι αδύνατον εις τον άνθρωπον να αποφύγη το πεπρωμένον να γίνη. Έπεμψα λοιπόν ασυλλογίστως τον Πρηξάσπη εις τα Σούσα διά να φονεύση τον Σμέρδιν. Γενομένου δε του κακού τούτου, έζων ησύχως, μη σκεπτόμενος πλέον ότι, αφού εφονεύθη ο Σμέρδις, άλλος άνθρωπος ήθελεν ευρεθή να επαναστατήση κατ' εμού.

Βλέπω, έλεγε, πως από αυτουνούς δεν ευρέθη κανείς κατά την γνώμην μου· θέλω να δοκιμάσω και όλους τους λοιπούς του παλατίου μου, μικρούς τε και μεγάλους· έλαβεν αυτήν την υπομονήν εις το να εξετάση ένα προς ένα, και του έδωκαν και αυτοί την απόκρισιν που του έδωκαν και οι πρώτοι, πως κανείς δεν ήτον χωρίς βάσανον· ποίος εκλαίονταν από την γυναίκα του, ποίος από τα παιδιά του, ποίος πως ήτον φτωχός, ποίος πλούσιος και δεν είχε την υγείαν του, και όλοι είχαν τον πόνον τους.

Αλλά και οι αμελέστεροι εκ των μαθητών εκλέγουν τα τελευταία θρανία και επιμελώς κρύπτονται κατά την κρίσιμον στιγμήν. Ένα τοιούτον ανεκάλυψε μίαν ημέραν ο καθηγητής κ. Γαλάνης. — Έλα 'δώ 'σύ. Από στραβού διαβόλου όμως ο κρυπτόμενος ευρέθη να γνωρίζη το μέρος εις το οποίον εξητάσθη· και ο καθηγητής μειδιών του είπε: — Δεν μου λες ότι είσαι κεκρυμμένος θησαυρός;

Όταν ο Βαγγέλης, την νύκτα της ιδίας ημέρας, ευρέθη ότι είχε πίει πολύ ρακί και κρασί, τότε ενθυμήθη την πρωινήν μικράν σκηνήν με την Κατερνιώ, την ζωντοχήραν, και φαίνεται ότι έδωκε την ερμηνείαν, την οποίαν ήθελε να δώση σύμφωνα με τους καπνούς της ώρας εκείνης. Επανήλθε διά να κοιμηθή την μίαν μετά τα μεσάνυχτα.

Ενώ δε ακόμη ωμιλούσαμεν, ένα αναθεματισμένο σκυλάκι της Μάλτας, που ευρίσκετο κάτω από το κρεββάτι, εγαύγισε και εκείνη εξηφανίσθη με το γαύγισμα. Αλλά το σάνδαλον ευρέθη κάτω από την κασέλαν και το εκαύσαμεν.

Και επειδή το βέλος ευρέθη εμπεπηγμένον εις την καρδίαν, είπε προς τον πατέρα γελών και περιχαρής γενόμενος· «Πρήξασπες, βλέπεις καλώς ότι δεν είμαι τρελλός και ότι οι Πέρσαι είναι παράφρονες· τώρα αποκρίθητι, είδες ποτέ σου άνθρωπον να τοξεύη τόσον ευστόχως;» O Πρηξάσπης είδεν ότι ο άνθρωπος εκείνος ήτο έξω φρενών, και φοβούμενος δι' εαυτόν· «Δέσποτα, είπε, νομίζω ότι ούτε θεός δεν θα ηδύνατο να σκοπεύση με τόσην ευστοχίανΤαύτα έπραξε τότε· άλλοτε δε συλλαβών άνευ ευλόγου αιτίας δώδεκα Πέρσας, πρώτου επίσης βαθμού, τους έθαψε ζώντας με την κεφαλήν προς τα κάτω.

Τότε ο κλοιός της γλώσσης ελύθη, ο κύφων του σώματος διερράγη. Ο Μάχτος εξέπεμψε βρυχηθμόν λεαίνης και άμα ώρμησεν ως σκύμνος προς το θέαμα εκείνο. Ήλπιζεν ότι ήθελε σώσει την Αϊμάν εκ του βεβιασμένου εκείνου γάμου, διότι ως βεβιασμένον τον ενόμιζε. Συγχρόνως ο Μάχτος αφυπνίσθη. Ευρέθη όρθιος και είδε μόνον το σκότος της νυκτός, όπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αυτόν.

τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθριατους μνηστήραις 5 άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. αλλ' εταράζετο η καρδιάτα σωθικά του εκείνου, και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10 εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμητην μάχη· 15 όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20 όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· τότεαυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25 άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκείτην φλόγα οπ' έχει ανάψει, ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότεαυτόν η Αθήνη 30 κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· «Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδούτο σπίτ' η σύντροφός σου, και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35

Ευρέθη να έχη πάπλωμα, ενώ όταν επρωτοήρθε δεν είχεν άλλο τίποτε παρά της κόττες. Αλλά φαίνεται ότι ο εξάδελφός της τής είχε φέρει από άγνωστον μέρος, εν τω μεταξύ, αυτό το πάπλωμα. Από την ημέραν εκείνην ήρχισε μεγάλη γρίνια και φαγούρα μεταξύ του Βαγγέλη και της εξαδέλφης του.