United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' οι Τούρκοι είτε υποπτεύσαντες, είτε κατά τύχην, δεν ηκολούθουν κατόπι και επομένως δεν απεμακρύνοντο πολλά από το χωρίον. Το Ελληνικόν ιππικόν αφ' ού ματαίως επρόσμενεν ικανήν ώραν διά ν' απομακρυνθώσιν οι εχθροί, τελευταίον ώρμησεν ομού με τον Καραϊσκάκην κατ' αυτών ακολουθείτο δε και από τετρακοσίους περίπου πεζούς.

Επειδή αι οιμωγαί των μαστιγουμένων δούλων δεν κατεπράυνον ούτε τον πόνον ούτε την οργήν του, έλαβεν άλλο στίφος ανδρών και επί κεφαλής των, πολύ αργά την νύκτα, ώρμησεν εις αναζήτησιν της Λιγείας. Εξηρεύνησε την συνοικίαν Εσκουιλίνου, Ζουβούρου και τας πλησίον οδούς.

Αλλά μόλις ανέβη και εκάθησεν επί των νώτων του, ο Ζευς ώρμησεν εις την θάλασσαν φέρων αυτήν και ήρχισε να κολυμβά• αυτή δε καταπλαγείσα, διά μεν της αριστεράς εκρατήθη από το κέρατον διά να μη ολισθήση και πέση, διά δε της άλλης εκράτει τον πέπλον της, τον οποίον εφούσκωνεν ο άνεμος.

Ένα άλλο παιδάκι της, μικρό, πέντε χρονών, της το έφερεν ο πορτάρης του Κάστρου, νεκρόν φουσκωμένο σαν τουλουμάκι. Είχε καταβή εις την ακρογιαλιάν κάτω χωρίς να το ίδουν, και ώρμησεν αγαλλόμενον σαν γλαρόπουλο, να παίξη ανύποπτον με τα καταγάλανα νερά και επνίγη.

Σε! απήντησεν ο Βινίκιος. Έπειτα στραφείς προς τον Κρότωνα: — Φόνευσε. Ο Κρότων ώρμησεν ως τίγρις και εις μίαν στιγμήν, χωρίς να δώση εις τον Λιγειέα τον καιρόν να φυλαχθή ή να αναγνωρίση τους εχθρούς του, τον έδραξε με τους χαλύβδινους βραχίονάς του.

Ουδέ του Θυέστου, όταν ανεκάλυψεν ότι έφαγε τα τέκνα του, υπήρξε, πιστεύω, η κατάπληξις μεγαλειτέρα. Αλλ' η Λάμια δεν ήτο εκ των γυναικών εκείνων αι οποίαι λιποθυμούν, αλλ' ώρμησεν ωρυομένη να μας δείρη όλους, χωρίς εξαίρεσιν ουδ' αυτού του κ. Φαβρικίου.

Ο Μανώλης, όταν ήκουσε το συμπέρασμα και τους γέλωτας οίτινες το επεδοκίμασαν, υπό τοιούτου πανικού εντροπής κατελήφθη, ώστε ανατιναχθείς ώρμησεν, ως εκπτοηθείς τράγος, εις το «μέσα σπίτι», συναντήσας δε την μητέρα του επανερχομένην με το κρασί, την ανέτρεψε και προχωρήσας ετρύπωσεν εις το βάθος μεταξύ των πίθων. Επί μίαν στιγμήν όλοι έμειναν κατάπληκτοι διά την αιφνιδίαν εκείνην φυγήν.

Δευτέραν ήδη φοράν, καθ' όν χρόνον όλοι οι συλλογισμοί του ήσαν συγκεντρωμένοι περί την Λίγειαν, αντήχουν αι φοβεραί αύται φωναί των λεόντων, ως οιωνός συμφοράς. Ο Βινίκιος ώρμησεν εις το εσωτερικόν της οικίας. Το μικρόν άτριον ήτο έρημον.

Τότε ο κλοιός της γλώσσης ελύθη, ο κύφων του σώματος διερράγη. Ο Μάχτος εξέπεμψε βρυχηθμόν λεαίνης και άμα ώρμησεν ως σκύμνος προς το θέαμα εκείνο. Ήλπιζεν ότι ήθελε σώσει την Αϊμάν εκ του βεβιασμένου εκείνου γάμου, διότι ως βεβιασμένον τον ενόμιζε. Συγχρόνως ο Μάχτος αφυπνίσθη. Ευρέθη όρθιος και είδε μόνον το σκότος της νυκτός, όπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αυτόν.

Μόνος ο Βινίκιος δεν εμεθύσθη αρκετά, αλλά παν ό,τι συνέβαινε τον είχε θαμβώση. Ο πυρετός της ηδονής τον έκαιεν. Ώρμησεν εις το δάσος, και έτρεξε μετά των άλλων, διά να εκλέξη μεταξύ των νυμφών, ότε παρετήρησε πομπήν τινα παρθένων οδηγουμένην υπό μιας Αρτέμιδος· έτρεξε προς το μέρος των διά να ίδη πλησιέστερον την θεάν, αλλ' η καρδία του έπαυσεν αποτόμως να πάλλη.