United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουχ ήττον, μολονότι και νηστεύοντες χορεύομεν, μολονότι και μετανοούντες εν τεσσαρακοστή διασκεδάζομεν ως εν απόκρεω, εσπεύσαμεν όμως ως άνθρωποι κατ' εξοχήν τυπικοί ν' αποχαιρετίσωμεν δήθεν τα Κρόνια και πάσαν την πομπήν αυτών, άλλοι μεν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, άλλοι δε εις το Φάληρον.

Εθάρρει κανείς ότι εθεώρει, ουχί κατάπονον εργατικόν κόσμον, επανερχόμενον εκ του ημερησίου καμάτου, άλλα πομπήν αρχαίας πανηγύρεως εν όλη αυτής τη απλοϊκή τάξει και φαιδρότητι, κανηφόρους και καρυάτιδας με τας πλαστικάς εκείνας γραμμάς των ανατεινομένων βραχιόνων. Τόσην χάριτος αίγλην προσέδιδεν εις το αχθεινόν έργον η εύχαρις και απράγμων αυτών ψυχή!

ΑΜΛΕΤΟΣ Να μη πιστεύης, όχι, πως κολακεύω· τι θα περιμένω τάχ' από σε, που θησαυρόν δεν έχεις άλλον ή μόνον το έξυπνό σου πνεύμα να σου δίδη τροφήν κ' ενδυμασίαν; Και διά ποίον λόγον θα κολακεύωνται οι πτωχοί; Τα μελωμένα χείλη ας γλείφουν την μωράν πομπήν του πλούτου· τα λυγιστά στροφίδι' ας κλίνη των γονάτων εκείνος οπού ελπίζει ν' απολαύση κέρδος απ' την χαμέρπειάν του.

Το μοιρολόγι μου αυτό θα έχης κάθε νύκτα, να έρχωμαι ς' τον τάφον σου, να ραίνω και να κλαίω. Α! το παιδί μ' ειδοποιεί· θα πλησιάζη κάποιος. Ποιος είν' αυτός που έρχεται μ' ανόσιον ποδάρι, και μου χαλνά την νεκρικήν πομπήν του Έρωτός μου; Κρατεί ‘ς το χέρι του δαυλόν. Ω νύκτα, σκέπασέ με! ΡΩΜΑΙΟΣ Δος μου, Βαλτάσσαρ, τον μοχλόν και την αξίνην δος μου.

Ότε δε έμαθε την είδησιν ο Ιππίας εν τω Κεραμεικώ, διηυθύνθη ουχί εις τον τόπον της σκηνής, αλλά προς τους μεθ' όπλων συνοδεύοντας την πομπήν πριν ούτοι μάθουν τίποτε, διότι είχαν απομακρυνθή· και πλάσας το πρόσωπόν του ούτως, ώστε να κρύπτη την συμφοράν, διέταξεν αυτούς να μεταβούν εις μέρος τι, το οποίον τους υπέδειξε.

Επιβαίνει ουχί επί πολεμικού κέλητος, αλλ' επί ζώου το οποίον ήτο της ειρήνης το σύμβολον. Οι εθνικοί, εάν έβλεπον την ταπεινήν πομπήν, θα την περιεγέλων, καθώς οι συγγραφείς των κατεγέλασαν πράγματι την περιγραφήν αυτής.

Καθώς τα μυρμήκια, το θέρος, δεν παύουν ένα-ένα αποτελούντα ατελείωτον λιτανείαν εις την άκραν του δρόμου να σύρουν από ένα κόκκον, ή ψόφιαν μυίαν, ή ό,τι δήποτε, βαδίζοντα ακούραστα προς την αποθήκην των, την μικράν οπήν της γης, ούτω και η πολυκέφαλος συντροφιά του Λούκα, ο Θανάσης ο Παπουδής, κι' ο Παναγής της Χρόναινας, κι' ο Ανάστασης ο Αμπάς κι' ο Αλέξης της Μυλωνούς και οι λοιποί, εσχημάτισαν μακράν πομπήν, μετακομίζοντες επ' ώμων τας ράβδους τας σιδηράς και τα αγγεία, εις την καλύβην πέραν, την κρυφήν, και εις την σπηλιάν την οποίαν είχεν υποδείξει ο Λούκας.

Φορούσα τα νυμφικά της, χρυσά προικιά, βαρειά προικιά, χρυσά στολίδια, μεταξωτά στολίδια, έστεκεν εις το παράθυρον σαν της χαράς κ' ευδαιμονίας τάγαλμα, κ' έβλεπε την πομπήν την μεγαλοπρεπή, που εβγήκαν οι ιερείς από την εκκλησίαν να ρίψουν τον Σταυρόν εις την θάλασσαν, ν' αγιασθώσι τα νερά. Κοντά της ίστατο ο καπετάν-Μοναχάκης εύμορφος, στολισμένος, καπετάνιος ευτυχής.

Διατί το αιδοίον είναι τόσον υπερμέτρως μέγα, και διατί αυτό μόνον το μέλος του σώματος κινείται; Περί τούτου υπάρχει ιερά τις παράδοσις. Νομίζω ότι ο Μελάμπους, ο υιός του Αμυθέωνος, εγνώρισε και μάλιστα είδε τας τελετάς ταύτας, διότι αυτός εδίδαξεν εις τους Έλληνας το όνομα του Διονύσου, την εορτήν αυτού και την πομπήν του φαλλού.

Ήσαν δε μεταξύ αυτών και μερικά πτερωτά και τερατώδη και άλλα μετημφιεσμένα ως διά πομπήν, τα μεν ως βασιλείς, τα δε ως θεοί, άλλα δε άλλως στολισμένα. Εγνωρίσαμεν και πολλά εξ αυτών, τα οποία ειχαμεν ίδει άλλοτε• και επλησίασαν και μας ησπάζοντο ως να ήσαν φίλοι, έπειτα μας παρέλαβον και μας απεκοίμισαν κα με πολλήν λαμπρότητα μας εφιλοξένησαν, υποσχόμενα να μας κάμουν βασιλείς και σατράπας.