United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και σύγνεφο άνηλιο τον σκέπασε θανάτου, και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' αφήκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Αχιλιάς του φώναξε και τούπε «Ψόφα εσύ τώρα, κι' έπειτα ας μούρθει εμένα ο χάρος, 365 σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν

Και σαν αντρώθηκαν οι διο, στη μυριοπλούσια Τροία 550 πήγανε με των Αχαιών τα μελανά καράβια, βοηθώντας τ' Ατρεόπουλα να γδικιωθούν τους Τρώες· μονάχα αφτού τους σκέπασε του χάρου το σκοτάδι.

« — Τ' Αλή πασσά!.. — «'Σ τη 'θύμησι Μόνον τ' ονόματός του Το μέτωπο μου ίδρωτας Με μιας 'σκέπασε κρύος. « Τις είσαιΤον ηρώτησα. » Και 'ς τ' όνομά σου ποίος;» » Του Εωσφόρου , φώναξε, » Είμαι ο πρώτος υιός τουΚαι τον επαρακάλεσα, Να πάω να μ' αφίση.

Ο Έφις άκουγε με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο γόνατο και το πρόσωπο στην παλάμη, όπως τα μικρά παιδιά όταν ακούνε παραμύθια. «Μια μέρα όμως το αποφάσισα και πήγα…» Σιωπή. Το πρόσωπο των δυο αντρών το σκέπασε η σκιά και χαμήλωσαν και οι δυο τα μάτια.

Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνητην στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων. και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520 χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη, και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.

Άξαφνα βλέπει το φεγγάρι να βγαίνη σα δρεπάνι ολοκαίνουργο από τα στήθια του Σέχη και να χώνεται μ' ορμή στα δικά του. Ο πόθος του δροσίστηκε πάραυτα. Και μ' εκείνη τη δροσιά ένα δέντρο εφύτρωσε. Έβγαλε φύλλα, έβγαλε κλαδιά και παρακλάδια, σκέπασε σαν ουρανός κάμπους και θάλασσες, χώρες και χωριά, βουνά και ποτάμια.

Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.

Κι η βροχή τους συνεπήρε, και τους σκέπασε σε λίγο απ' τα μάτια μου τους δυστυχισμένους αυτούς β ι ο π α λ α ι σ τ ά ς των βουνών που δεν τους πολεμά η Ζωή μονάχα, αλλά κι αυτή η Φύση. Ο ήλιος που βασιλεύει τόσο όμορφα τις χινοπωρινές βραδιές, κρύβουνταν στα βουνά με μια απέραντη τριανταφυλλένια αναλαμπή.

Κι' ως στο πυργί σαν έφτασε κι' ως στων αντρών τον κύκλο, ρήχνει τα μάτια ... στέκεται... και βλέπει ομπρός στη χώρα που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι. 465 Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω σωριάστηκε, μες στο λαιμό τής πιάστηκε η ανάσα, κι' έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή τηςστεφάνι και χρυσόχτενο κι' ωριοπλεμένο δίχτυκεφαλοδέτη πούλαβε απ' τη χρυσή Αφροδίτη, 470 τη μέρα νύφη ο Έχτορας π' από του Αητιού τον πύργο την πήρε αφού της χάρισε μύρια στολίδια πλούσια.

Και τ' άλλο τούτο θα σου ειπώ και βάλε τοτον νου σου• Κρυφά και όχι ολοφάνερατην ποθητήν πατρίδα 455 ν' αράξης, ότι εχάθηκεν η πίστι απ' ταις γυναίκαις. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, αν 'που 'ναι ακόμητην ζωή για το παιδί μου ακούτε, είτ' είναιτον Ορχομενόν ή 'ς την αμμώδη Πύλο, ή 'ς τον Μενέλαο σιμά, 'ς την Σπάρτη την πλατεία• 460 τι ακόμ' η γη δεν σκέπασε τον θεϊκόν Ορέστη».