United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν' ανάψωμε τα κανδηλάκια τ' ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ' εσταύρωνε τρεις φοραίςτο στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.

Νοιώθει κανείς πώς γλήγορα ο μηχανικός του μέλλοντος, — όχι εκείνος που μπορεί να τιναχτεί στον αέρα κατεδαφίζοντας το σάπιο εργοστάσιο του παρόντος, — θα είναι αυτός. Και ο άνθρωπος του μέλλοντος, εκείνος που θα γίνη οικοδόμος, ο γιος του σημερινού κεφαλαιοκράτη Φιντή, τραβηγμένος από τη νοσταλγία των εκλεχτών ψυχών ξαναγυρίζει στο σπίτι του, αγκαλιάζοντας την Αννούλα και τη Γιαγιά.

Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι' όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.

Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα.

Μιλεί για τα καθήκοντα στο παιδί του, για τα ψεύτικα καθήκοντα που στηρίζουνε τη σημερινή ψευτιά, μα ο Σταύρος δεν αργεί να σαρκάση μπροστά του και να ξαναδείξη τη δυνατή γροθιά του στο σάπιο εργοστάσιο του πατέρα του, που βυζαίνει τις ζωές των ανθρώπων• Δεν αργούνε να συγκρουστούν• ο μπουρζουάς με τον προλετάριο, δε θα μπορέση να συνεννοηθή.

Εκεί που αυτοί κουβέντιαζαν, ο Μιχάλης, δεμένα τα χέρια του πίσω, σεργιάνιζε τριγύρω στην εκκλησιά και κοίταζε τα πάμπολλα μνήματα, τις λιγωστές πλάκες, το βαθύ και τολόγεμο χωνευτήρι. Στάθηκε και λόγιαζε τα κιτρινιασμένα τα κόκκαλα, του καθενού μακαρίτη σε ξέχωρο σακκί τυλιγμένα, σακκί σάπιο και ξεπαραλυμένο εδώ και κει, με τα κόκκαλα μισοβγαλμένα από την κάθε του τρύπα. Λογής λογής κόκκαλα.

Και εις την Πόλιν, οπού είνε Τουρκιά, νύκταόρθρου βαθέοςσημαίνουν αι εκκλησίαι! είπον με πικρόν παράπονον, το οποίον εκτύπησεν εις τον ψυχρόν τοίχον του δωματίου μου ως σάπιο λεμόνι. Και ήμην όλην την ημέραν εκείνην κατηφής και λυπημένος. Μ' εφάνη πώς δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ότε περί την εσπέραν έρχεται ο αχώριστος φίλος μου, ο Αλεξανδρής και μου λέγει. — Τον καταφέραμε!

Είναι συνδυασμός, είναι μορφή τωόντι, οπού θαρρείς πως ταις σφραγίδαις έχουν θέση όλ' οι θεοί, να δείξουν άνθρωποντον κόσμον. Ήταν αυτός ο σύζυγός σου. Τώρα βλέπε εδώ κατόπι· τούτος είναι ο σύζυγός σου, σάπιο στάχυ οπού φθείρει το γερό του αδέλφι.