United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφύσαε στα ζωντανά και στα χορταρικά παντού, ζωή και δροσιά και χαρά και νειότη. — Νάτα! είπ' ένας μακελάρης ξάφνου. — Νάτα! μου λέει κι ο φίλος πλάι, αναπηδώντας δίπλα μου σα λαβωμένος λαγός. Ακούστηκε τόρα φοβερό ποδοβολητό καταπέρα, κ' ετίκλωσε μες τις ελιές ο αέρας από σύγνεφα μπουχούς. Κολώνες ουρανοθεμέλιωτες εσηκώθηκαν στον κάμπο κάτω ασβόλες και χώματα, σαν από φριχτό σιφουνικό.

Παράδοξον μοι φαίνεται πώς ευρέθης εδώ. Έκαμα περιοδείαν εις την Πελοπόννησον, απήντησεν ο Σχολάριος. Επειδή επλησίασα εις τα χώματά σου, εφαντάσθην ότι δεν ήθελες μοι αρνηθή την φιλοξενίαν σου δι' ολίγην ώραν. — Και διά πολλήν, είπεν ο Γεμιστός. Ο Σχολάριος εκάθισε και περιέμενε να λάβη ο οικοδεσπότης τον λόγον. Παρήλθον στιγμαί τινες.

Η ενέργεια της ψυχής του δεν πεθνήσκει. Ο ποταμός θα λούση πάλε χωριά, προάστεια, ίσως γρήγορα και πόλη. Τότες τα νερά του θα μας βγάλουν καινούριες εικόνες, θα ξαναρχίση άλλους γύρους το ποτάμι· θα μπη σ' άλλα χώματα, θα σκάψη άλλες πεδιάδες.

Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι 585 με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, φυσώντας, μες στα χώματα.

Έτσι και τα χώματα τα Ελληνικά θα μένουνε σ' ελληνικά χέρια, και ο λαός θα βρίσκει καλή δουλειά και θα γλυκαίνεται και θα μνήσκει στον τόπο του και θα πληθαίνει και θα πλουταίνει, χωρίς να πηγαίνει σε ξένους τόπους για νάβρει καλλίτερα. Το ίδιο να κάνουμε και στο ελεύθερο βασίλειο. Να γίνουν μεγάλες επιχείρησες, γεωργικές, βιομηχανικές, εμπορικές, ναυτικές.

Είπαμε πως ο πόλεμος έγινε για να πάρουμε Οθωμανικά χώματα, να τα μοιραστούμε, να τα κάνουμε δικά μας. Γι' αυτό κάναμε τον πόλεμο; Δεν ξέρω, μα σ' ένα γράμμα που έλαβα από κείνα τα μέρη, διαβάζω τούτο: «Εσείς, με το να έχετε φτάσει στη Θεσσαλονίκη, ησυχάσατε και ξεκουράζεστε τώρα απάνω στις δάφνες σας.

Τούτη είναι η δική μας η Ακρόπολη· χάλασμα ρημασμένο, μα χάλασμα που σε βλέπει και σου μιλάει. Εκεί άλλος δε μιλάει παρά το Κόλι τη νύχτα. Εδώ πέτρες, χώματα, βράχοι, όλα μιλούν. Κοίταξε· μένουν ακόμα τοίχοι γεροί κι ακρέμνιστοι, κολλημένοι στους βράχους. Σεισμοί, φουρτούνες, Φράγκοι, Τούρκοι! Όλοι το χέρι τους έβαλαν!

Αλήθεια αδερφικά και πανωλέθρια και μ’ όχι φιλικά λαβώματα με φρένα μανιωμένα στο τέλος της αμάχης των. Τώρα η έχθρητα έπαυσε και σμίξανε στα χώματα τα αιματοποτισμένα και τώρα είναι αληθινά κ’ οι δυό τους ένα αίμα.

Ποιος θα μας πη πόσα ρυάκια μάζωξε στο δρόμο; Ποιος θα μας πη, ύστερα από τόσες χώρες που ξέπλυνε, που τα νερά του είναι πάντοτες τα ίδια, που η φύση τους δεν άλλαξε λιγάκι; Πέρασε από τόσα χώματα μέσα, που θα πήραν τα νερά του καινούρια στοιχεία, καινούρια σώματα που δεν είχε πρώτα.

Για να φανεί από την άλλη του πλευρά, πέρασα, από μια ξύλινη σκεπαστή είσοδο, από μιαν αυλή γεμάτη γυαλιά σπασμένα, χώματα, σανίδια και κάρβουνα· δεξιά, κοντά στα τείχη, ήταν ένας φούρνος πυρωμένος κ' έφτειαναν μπουκάλες, εργάτες που ψήνονταν κ' έλυωναν στην ανθρακιά. Αφού πέρασα την αυλή είδα το χαριτωμένο παλάτι, ολόκληρο, σχεδόν κολλημένο στο μεγάλο τοίχο.