Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Δόσε μου τ’ άνθη. Πήγαινε, και κάμε όπως είπα. ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, καθ' εαυτόν. Φοβούμαι ολομόναχος ‘ς τους τάφους· πλην θα μείνω. ΠΑΡΙΣ Σκορπίζω άνθη, άνθος μου, ‘ς την νυμφικήν σου κλίνην, αλλοίμονον, με χώματα στρωμένην και με πέτραις! Ταις νύκταις με ροδόσταγμα εγώ θα την ραντίζω, κι' αν λείψη το ροδόσταγμα, με δάκρυα πικρά μου.

Πολύ δε ανωτέρω της πόλεως και εις μικράν απόστασιν από του ποταμού, σκάψασα το έδαφος μέχρι των υπογείων υδάτων, εσχημάτισε δεξαμενήν διά τα στάσιμα ύδατα δούσα εις αυτήν περιφέρειαν τετρακοσίων είκοσι σταδίων. Τα εξαγόμενα χώματα ερρίπτοντο εις τας όχθας του ποταμού, και όταν ετελείωσε το έργον, έφερε πέτρας και έκτισε πέριξ κρηπίδα.

Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι' όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.

Τους γνέφει, και ζυγώνουν τα δυο ταξαδέρφια. — Πανάγο, λέει τότες ο σεβάσμιος ο γέρος, Πανάγο, που ο πατέρας σου έπεσε σ' αυτά τα χώματα για Πίστη και για Πατρίδα, και που τα κόκκαλά του αναπαύουνται σ' αυτή την περιοχή σωριασμένα.

Κοντζάμ άνδρας ως εκεί επάνω, να μένω χωρίς δουλειά! Φταίει και ο μακαρίτης ο Γέρω-Λαχανάς. Όταν μου έλεγε, βρε Σπυράκι μου, βρε Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αυτός μέσατον ιδρώτα και τα χώματα, έπρεπε να σηκώση την τσάπα του να μου κάμη μια τρύπατο ξερό μου, να έμβη μέσα ολίγη γνώσις. Και έκλαιεν ο καϋμένος . . . Τον λυπήθηκα Μπάρμπα-Σταυρή. Έπειτα να πούμε και του φτωχού το δίκαιο.

Φιλοδοξί' απρόβλεπτη, την μέλλουσαν τροφήν σου την κατατρώγεις μόνη σου! — Και βασιλεύς θα γείνη ο Μάκβεθ ίσως; ΜΑΚΔΩΦ Έγεινε, και εις το Σκων επήγε διά την στέψιν. ΡΩΣ Κι' ο νεκρός τι έγεινε του Δώγκαν; ΜΑΚΔΩΦ Στ' αγιασμένα χώματα κ' εκείνον τον επήγαν εκεί που μένουν τα οστά των πρώην βασιλέων. ΡΩΣ Και συ πηγαίνεις εις το Σκων; ΜΑΚΔΩΦ Όχι, εξάδελφέ μου. Διά το Φάιφ ξεκινώ.

Να κ' η Κλεισούρα η 'ξακουστήτα πόδια μου προστά μου Βλέπω απ' απάνω, απ' την κορφή, τον τρίσβαθο βυθό της, Κι' ανατριχιάζω ολάκερος, λυγώνεται η καρδιά μου. Παρέκει ένα 'ρημόκλησο φαίνεταιτο πλευρό της, Θαμμένο μέσ' τα χώματα και καταχαλασμένο. Ποιος ξέρει ποιος το χάλασε, ποιο χέρι αφωρισμένο!

Και εκεί που όλοι τον ελεύθερον από τον δούλο ξεχωρίζομε, του λόγου του έρχεται και μου λέει να τον καλομεταχειρίζομαι τον δούλο και σαν αδερφό μου τον βάρβαρο να αγαπώ και τον εχθρό μου! Είμαστε τα βλαστάρια 'πάνω στα κλαριά, Την ώρα πού εσείς θε να κυλιώστε μέσ' στα χώματα, για μας του ήλιου η χρυσή θωριά, για μας τ' αρώματα, για μας τα χρώματα. Μια νέα σήμερα του κόσμου αρχινάει εποχή.

Χέρι μη τον εγγίση!. . . Εδώ θα μείνη! Ω! ρίχνομαι προύμυτα. Θε να ταπεινωθώ μπροστά τους, αφού το θες, να, θα γονατίσω έτσι και θα κυλίσω το κεφάλι μου στα χώματα και θα συρθώ σαν σκύλος και θα τιναχθώ σαν το σφαγμένο το πουλί και το δαιμονισμένο θα μουγκρίσω του βωδιού το ούρλιασμα, σαν το παγαίνουν να το σφάξουνε. . . Μόνο μια χάρι σου ζητάω.

Φλι, πιπλίφ! εσουράβλισε τσαμπούνες το μαβρειδερό το αίμα καταπέρα. Ετσιλάχρησε περίγυρα τον τόπο. Επιτσίλησε τη ρίζα της ξεροελιάς. Επότισε τα διψασμένα γύρω τα χώματα. Τα μανίκι του μαχαιριού χάθηκε κι αφτό μες το αίμα. Λαίμαργη κ' η λερή η μανίκα του χεριού, ρούφαε κ' εκείνη το αίμα. Εσφάδαζε το βόιδι ξαπλωταριά. Εσπαρτάριζε νεκροζώντανο το κορμί του. Ψυχοραγώντας αναχάσκιζε.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν