United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εκεί που όλοι τον ελεύθερον από τον δούλο ξεχωρίζομε, του λόγου του έρχεται και μου λέει να τον καλομεταχειρίζομαι τον δούλο και σαν αδερφό μου τον βάρβαρο να αγαπώ και τον εχθρό μου! Είμαστε τα βλαστάρια 'πάνω στα κλαριά, Την ώρα πού εσείς θε να κυλιώστε μέσ' στα χώματα, για μας του ήλιου η χρυσή θωριά, για μας τ' αρώματα, για μας τα χρώματα. Μια νέα σήμερα του κόσμου αρχινάει εποχή.

Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτην πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου. Ύστερα, σα πήρε ν' ανασταλάζη, φάνηκαν κ' οι αγωγιάτες. Πρόφτακαν αυτοί κ' έπιακαν τα μεγάλα κλαριά του λόγγου.

Τώρα για ιδέ το τέλος του, κύταξε τα στερνά του. — — Σώπα, παιδί μου, μη το λες, μου είπε απ' αγάλια εκείνη. Αυτός ποτέ δεν 'κούστηκε ν' αρπάζη, να ξεγδύνη. Γύρνα και κύτα' τα βουνά τον κλαίν 'σάν βασιληά τους, Και 'σάν αδέρφι τους πιστό η βρύσαις, τα κλαριά τους.

Τα πρώτα φύλλα του που κιτρίνισαν, σαν μάτια που άνοιξαν στο φως της αλήθειας, είδαν το άπειρο που τον περίμενεκι' ο πλάτανος ανατρίχιασε στη σκέψη πως θα γνωρίση το σκοπό του. Απ' το ρυάκι που τον ποτίζει δεν πέρνει πλέον τίποτε υλικό. Ακούει μονάχα το τραγούδι του νερού στο φεγγάρι. Λίγολίγο κιτρίνιζε. Λίγολίγο έφταναν στα κλαριά του χρυσοί στοχασμοί.

Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! τόσα χρόνια παλαίβω με τα κλαριά και με τα κοτρόνια, και ούτε μια δεκάρα δε βρέθηκε. Νάναι κανένας στραβός, βρίσκει. Εγώ με δυο μάτιατέτοια πράμματα, συμπεθέρα! Η Μιλάχρω τον παρετήρει τον άνδρα της με βλέμμα λαίμαργον. Η κόρη του η άμοιρος εσήκωσε τα μάτια της βουρκωμένα, θαρρούσα να ίδη τον τενεκέ με τα φλωρία. Πρώτην φοράν και αι δύο ήκουον αυτήν την διάδοσιν.

Και για να τους προσβάλη χειρότερα και να δώση θάρροςτους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλλα, κατέβασε το βρακί και τους έδειξε τον πισινό του. Τότε ένας Τούρκος, Γκέκας, κρυμμένος κάπουτα κλαριά, τον τουφέκισε και τον λάβωσετα δυο μηριά καιένα άλλο μέρος.

Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη όπου της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτή μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτή φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναξα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου.

Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι, Που λουλουδιάζουν τα κλαριά, που λυόνουνε τα χιόνια, Για να ζωθούμε τάρματα και τα χρυσά τσαπράζια, Να βγούμε κλέφταις, βρε παιδά, κλέφταις 'ςτά κορφοβούνια! Μέσ' 'ςτήν ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι, Νάχουμε τάστρα τ' ουρανού τ' αποβραδύς κουβέντα. Κ' ημάς το γλυκοχάραγμα να πρωτοχαιρετίζη. Ημάς ο ήλιος την αυγή 'σάν κρούη να πρωτοβλέπη.

Ο Ρήγας εσηκώθηκε, Παίρνει τον ταμπουρά του. Γλυκοβαρεί τον ταμπουρά, Και ψιλοτραγουδάει: « Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι, » Τ' αηδόνι τραγουδάει, » Φωνάζει ο κούκοςτα κλαριά » Κι' ανοίγει τα φτερά του

Μας ρίχνει τον ίσκιο του το καλοκαίρι· μας χαρίζει δροσιά. Εγώ στον ίσκιο του κάνω όλες μου τις δουλειές. — Ας τονε, τώλεγε κι' ο αδερφός του· έχει και τούτος την ιστορία του· εδώ αναπαύτηκαν οι παππούδες μας σα γύριζαν απ' τη δουλειά του Χαγάνου· στα κλαριά του κρεμάστηκαν πολλοί δικοί μας· άλλοι τον πότισαν με το αίμα τους, άλλοι τον έθρεψαν με τα δάκρυά τους.