United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μήτ' αυτό δεν τόκαμε φρόνιμα, παρά τις χιλιάδες μόδια σιτάρι που κατέβασε και τα πρόσφερνε σε μέτρια τιμή, ταφήκε και πουληθήκανε σε κεφαλαιούχους που το μεταπουλούσανε στους φτωχούς με τιμές φοβερές. Αυτά κι άλλα τέτοια τους σκύλιασαν τους κατοίκους της Αντιόχειας. Άλλο δεν άκουγες στους δρόμους παρά βρισίδι και περιπαιχτικά τραγούδια. Ως και τα γένεια του τα κορόιδευαν.

Κλείνω μέσα μου αυτή τη στιγμή τον πόνο όλων όσοι τυραννιούνται κάτου από τα σκληρά πατήματα όλων εκείνων που σας μοιάζουν. . . Ά! με λέτε επαναστάτη, αναρχικό. Μα δεν είμαι τίποτ' απ' αυτά. Είμαι μονάχα ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος που εσείς δεν είστε. Αλίμονο σου, αλίμονο σου, τρισαλίμονό σου!... ΣΤΑΥΡΟΣ Τοίμασε σε παρακαλώ τα πράματά μου και κατέβασε τα κάτου στην οξώπορτα. ΥΠΕΡΕΤΗΣ Αμέσως.

— Ο Σκεντέρμπεης τότες μπροστά 'ςτά μάτια του αποστολάτορα του Μουχαμέτη κάλεσε να του φέρουν έν' άλογο, χούφτιασε το σπαθί κι αφού τ' ανέμισε και το 'παιξε λίγο, το κατέβασε σαν αστραπή 'στό λαιμό του ζώου και το χώρισε με μιας. Και του είπε του αποστολάτορα: «Σύρε τώρα και ειπέ του Σουλτάνου σου, πως αν είχε μπροστά του το απλό κι' ασήμαντο τούτο σπαθί, δεν είχεν όμως εκεί και το χέρι μου».

Και απ' αυτή την αφορμή των όπλων εβυθίσθη πάρα πολύ εις τα καθέκαστα· τελευταίον δεν τον επρόσεχα πλέον, έπεσα εις φαντασίας και με αλλόκοτον σχήμα επίεσα το στόμιον του πιστολιού πάνωθε από το δεξί μάτι στο μέτωπον. Ντροπή! είπεν ο Αλβέρτος, ενώ μου κατέβασε το πιστόλι, τι σημαίνει τούτο; — Δεν είναι γεμάτον, είπα. — Και έτσι πάλιν, τι σημαίνει; επρόσθεσεν ανυπόμονος.

Μα σαν να τρόμαξε από την ίδια του φωνή στάθηκε κατακίτρινος, με τα χέρι απλωμένο στην πόρτα, με τα μάτια γουρλωμένα· τα μαλλιά του ήταν άνω κάτω. Οι χωριάτες τον κύτταζαν· τον ρωτούσαν τι τρέχει. Τους κύτταζε κ' εκείνος δίχως να μπορή να βγάλη λέξη. Επί τέλους συνήρθε, κατέβασε το χέρι του, χαμογέλασε κ' είπε με φωνή παρακαλεστική.

Σιγά σιγά επήγε στον τοίχο, κατέβασε τρέμοντας τα όπλα, τα εκαθάρισε από τη σκόνη και εδίσταζε, και θα εδίσταζε ακόμη για πολύ αν δεν την επίεζε ο Αλβέρτος με ένα ερωτηματικό βλέμμα. Έδωκε το ολέθριο όπλο στον υπηρέτη, χωρίς ούτε λέξη να μπορέση να προφέρη και, όταν αυτός εβγήκε απ' το σπίτι, εμάζεψε την εργασία της, επήγε στο δωμάτιό της σε μια κατάσταση ανέκφραστης αβεβαιότητος.

Φώναξε πάλι σ' ολίγο ο Φώτος. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου;

Και για να τους προσβάλη χειρότερα και να δώση θάρροςτους δικούς του σήκωσε τη φουστανέλλα, κατέβασε το βρακί και τους έδειξε τον πισινό του. Τότε ένας Τούρκος, Γκέκας, κρυμμένος κάπουτα κλαριά, τον τουφέκισε και τον λάβωσετα δυο μηριά καιένα άλλο μέρος.

Κάποιες γυναίκες πετάχτηκαν προς τα πίσω, μερικές έβαλαν τα γέλια σηκώνοντας το πρόσωπο για να τον δουν. «Το συνηθίζουν στον τόπο σου; Μας μπέρδεψε με την ντόνα Έστερ και την ντόνα Ρουθ! Νομίζει πως είμαστε όλες θείες του!»¨ Ο Έφις, στο μεταξύ, αφού κατέβασε τα μαξιλάρια, τα κουβάλησε μέσα στην άδεια καλύβα περνώντας λοξά από το στενό πορτάκι.

Μου εγέμισε το ποτήρι μου και ενώ έπινα στην υγείαν του, αυτός κατέβασε πολλά ποτήρια. — Ο ρεμβασμός, είπε, επαναλαμβάνων την άνευ ειρμού ομιλίαν του και διευθύνων το ισχυρόν φως μιας λάμπας προς έν των βαρυτίμων ετρουσκικών αγγείων, ο ρεμβασμός, ιδού ο κύριος σκοπός του βίου μου. Καθώς βλέπετε δε, επίτηδες διεσκεύασα έν αναχωρητήριον κατάλληλον διά τον ρεμβασμόν μου.