United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας «Σκάσε, σκυλί, και σε γονιούς και φως μη με ξορκίζεις! 345 τι το κακό που μούκανες, αχας μπορούσα ο ίδιος έτσι να σ' τις σπαράξω ωμές και να σ' τις φάω τις σάρκες.

Ορκίζομαι ενώπιον του σεβαστού τούτου δικαστηρίου, ότι έδιωξε με ταις κλωτσιαίς τον δυστυχή τον βασιλέα τον πατέρα της. ΓΕΛΩΤ. Πλησίασε, κυρία! Τ' όνομά σου είναι Γονερίλη; ΛΗΡ Δεν ημπορεί να το αρνηθή. ΓΕΛΩΤ. Να με συμπαθήσης. Σε πήρα διά σκαμνί. ΛΗΡ Ιδού κ' η άλλη. Μαρτυρούν τι έχειτην καρδιά της τα βλέμματά της τα λοξά. — Θα φύγη! Πιάσετέ την! 'Σ τα όπλα!

Κάποιες γυναίκες πετάχτηκαν προς τα πίσω, μερικές έβαλαν τα γέλια σηκώνοντας το πρόσωπο για να τον δουν. «Το συνηθίζουν στον τόπο σου; Μας μπέρδεψε με την ντόνα Έστερ και την ντόνα Ρουθ! Νομίζει πως είμαστε όλες θείες του!»¨ Ο Έφις, στο μεταξύ, αφού κατέβασε τα μαξιλάρια, τα κουβάλησε μέσα στην άδεια καλύβα περνώντας λοξά από το στενό πορτάκι.

Κι' αφτός τον βλέπει, εφτύς πηδάει και κράζει με περφάνια, «Να το θεριό που την ψυχή μού μάσησε ως στη ρίζα, 425 που μούσφαξε τ' αδέρφι μου! Κρυφτούς πια εδώ δεν έχει, παρά θα δούμε τώρα εφτύς πιος θενά φάει τον άλλοΕίπε, τον κοίταξε λοξά και του φωνάζει πάλι «Έλα σιμά να μπεις γοργά στου χάρου τα πλεμάτια

Κοίταξε λοξά τη μαμά και χαμογέλασε: — Την έφτιαξα της Άννας. Κρύφτηκα πίσω από τα χαμόκλαδα και δεν μπορούσε να με δη. — Αλήθεια! το έκαμες αυτό; είπε η μαμά. Προχωρήσανε κι οι δυο στο σπίτι, σα δυο συνένοχοι ευχαριστημένοι που πετύχανε το κόλπο τους και φυσικά το αποτέλεσμα είτανε πως αυτό το βράδι έπρεπε να βάλη μόνη της η μαμά το μικρόν να κοιμηθή.

Άσε με ήσυχο! έκανε ο Γιώργης. Δεν έχω όρεξι για κουβέντες... Ο Σταύρος τον κύτταξε λοξά, έστρηψε το μουστάκι του, ξερόβηξε και, κάνοντας ένα γέλιο παράξενο, βγήκε απ' την ταβέρνα σφυρίζοντας χωρίς να χαιρετήση κανένα. — Έχετε τίποτε; ρώτησε ο Μήτσος σε λίγο. — Τι νάχωμε; είπε ο Γιώργης· στο σπίτι του μέσα δεν είνε αφέντης κανένας; — Θέλει και ρώτημα;

Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο σοφός Δυσσέας 82 «Τι λόγια αφτού, τ' Ατρέα γιε, σου ξεστομίζει η γλώσσα; Δύστυχε! Κάλια ας όριζες κάνα άλλο ασκέριψόφιοόχι άντρες τέτιους σαν κι' εμάς, εμάς που ο γιος του Κρόνου 85 από παιδιά μας προίκισε σε μάχες και πολέμους να ζούμε πάντα ως στη στιγμή που θα μας φάει το χώμα.

Μον έλα πια ας ποδίσουμε με τ' άτια, και μην τρέχεις ομπρός έτσι ασυλλόγιστα και τη ζωή μού χάσεις250 Τότες τον τήραξε λοξά και τούκανε ο Διομήδης «Μην αναφέρνεις καν φεβγιό, τι μον τα λόγια χάνεις!

Τότες λοξά τον κοίταξε κι' είπε ο γερός Διομήδης «Λαμπρά, βρε Δόλονα, κι' ορθά μας τάπες, μα φεβγάλα μην καρτεράς, αφούπεσες στα χέρια τα δικά μας.

Να, μαντολόγο αν ξέταζες, τι θα σου πει, αν κατέχει από σημάδια θεϊκά κι' αληθινό τον ξέρουνΤότες ο Έχτορας λοξά τον κοίταξε και τούπε 230 «Τώρα όσα, Πολυδάμα, λες δεν είναι φίλου λόγια. Σου ξέρει κι' άλλη πιο καλή να κόψει ο νους σου γνώμη.