United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αμινά έπαιξε μερικές συγχορδίες και μετά ξεκίνησε ένα τραγούδι, που το τραγούδησε με τόση ζέση που καταβλήθηκε, και σωριάστηκε προσπαθώντας να αναπνεύσει σε ένα σωρό από μαξιλάρια, και άνοιξε το φόρεμα της για να πάρει λίγο αέρα. Με έκπληξη όλοι είδαν ότι ο λαιμός της αντί να είναι λείος και άσπρος όπως το πρόσωπό της, ήταν γεμάτος ουλές.

Η ανδραδέλφη, αμέσως την Δευτέραν την επιούσαν του γάμου, το εξήλεγξεν όλα, και εύρεν ότι έλειπον εκ των εν τω καταλόγω δύο σινδόνια, δύο μαξιλάρια, έν χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Αυθημερόν δε παρήγγειλε της πενθεράς να φέρη τα ελλείποντα.

Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά. — Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε... Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα. Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος.

Στην νοτεινή γωνιά της κάμαρας είνε το νυφικό, απλό ξύλινο κρεββάτι, νωποστρωμένο, κάτασπρο, καθαρώτατο, με πολύχρωμο μεταξωτό γαλάζιο πάπλωμα, δύο μεγάλα μαξιλάρια χιονάτα με πλατιές δαντέλες στης άκρες, και με κουρτίνες και τουρναλέτο, απλά όλα μα κάτασπρα. Το έστρωσε, λίγο προτήτερα, ο Σερέτης και τώρα κάθεται αντίκρυ του και το καμαρώνει.

Όταν δε ήτο καιρός ν' αρχίση το δείπνον, πρώτα εσήκωσαν τον Θεσμόπολιν πέντε υπηρέται δυνατοί και αυτοί όχι χωρίς δυσκολίαν και τον ετοποθέτησαν εις ένα από τα ανάκλιντρα και τούβαλαν δεξιά και αριστερά μαξιλάρια διά να τον στηρίζουν στην ίδια θέσι. Και επειδή κανείς δεν ήθελε να κατακλιθή κοντά του, έβαλαν εμένα εις εκείνην την θέσιν κι' έτσι ήμεθα γειτόνοι εις το τραπέζι.

Η πρώτη ήταν εκείνη του Έφις επάνω σ’ ένα άλογο φορτωμένο με δισάκια και μαξιλάρια και η άλλη ήταν ενός ξένου επάνω σε ένα ποδήλατο που άστραφτε κόκκινο διασχίζοντας σαν βέλος την αυλή. Η Γκριζέντα πετάχτηκε όρθια ακουμπώντας στον τοίχο, τόσο πολύ είχε ταραχτεί. Και το ακορντεόν σταμάτησε να παίζει. «Ντόνα Έστερ μου! Ο ανιψιός σας

Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.

Κάποιες γυναίκες πετάχτηκαν προς τα πίσω, μερικές έβαλαν τα γέλια σηκώνοντας το πρόσωπο για να τον δουν. «Το συνηθίζουν στον τόπο σου; Μας μπέρδεψε με την ντόνα Έστερ και την ντόνα Ρουθ! Νομίζει πως είμαστε όλες θείες του!»¨ Ο Έφις, στο μεταξύ, αφού κατέβασε τα μαξιλάρια, τα κουβάλησε μέσα στην άδεια καλύβα περνώντας λοξά από το στενό πορτάκι.