United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, αγκαλιάζοντας με το μάτι την «Αθηνά», που σάλευε, γερόντισσα ετοιμοθάνατη, μέσα στη σκιά, σαν να ψυχομαχούσε. — Να πάμε, Μοναχάκη, είπε ο Μελιγκόνης, θα κρυώσης. — Άφησε τους, Μελιγκόνη, να τα πούνε. Άφησε τους να τα πούνε με την «Αθηνά», είπε σιγαλά ο λοστρόμος. Έχουν ανοίξει κουβέντα, μεγάλη κουβέντα. Ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδή ο ένας τον άλλον! Μεγάλη κουβέντα!

Στ' όνομα της Ιζόλδης, ο Τριστάνος αναστέναξε, και σκέφτηκε πώς ούτε με πονηρία, ούτε με αντρεία δε θα μπορούσε να ξαναϊδή τη φίλη του. Γιατί ο Βασιληάς Μάρκος θα τον εσκότωνε.

Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά. — Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε... Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα. Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος.

Η ομιλία της γραίας αβγάτισεν όχι μόνον την αγάπην του Κουλούφ, αλλά και την θλίψιν του ακόμη εις το να μην εφέρθη τακτικώς με αυτήν, και ήτον σαστισμένος διά να την ξαναϊδή. Τότε η κυρά, πλέον καλύτερα ενδεδυμένη με διαφορετικά φορέματα, έρχεται εις την σάλαν με τες άλλες νέες, και άρχισε να γελά βλέποντάς τον Κουλούφ μεγαγχολικόν και σκυθρωπόν.

Το δηλητήριο απλώνεται στο σώμα του. Πρασινίζει. Αρχίζουν να φαίνονται τα κόκκαλά του. Αισθάνθηκε ότι έφευγε η ζωή του. Κατάλαβε ότι πέθαινε. Θέλησε τότε να ξαναϊδή την Ιζόλδη την Ξανθή. Μα πώς να πάη ως εκεί; Στην αδυναμία που βρίσκεται, η θάλασσα θα τον σκότωνε. Κι' άλλωστε κι' αν έφτανε ακόμη στην Κορνουάλλη, πώς θα γλύτωνε από τους εχθρούς του; Θρηνεί.

Και από εκείνης της ώρας από τον έρωτά του εδόθη εις μίαν άκραν μελαγχολίαν αφέθη από όλες τες ηδονές· καμμίαν ευχαρίστησιν δεν είχε παρά εκείνην του κυνηγιού δεν επήγαινεν εις άλλον τόπον, παρά εις εκείνον που του εφάνη η έλαφος, εις τον οποίον ήλπιζε να την ξαναϊδή.

Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάση να ξαναϊδή τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κ' η αγάπη του στο παραθύρι Μονάχα ένας γαλατάς, μ' ένα τουλούμι φορτωμένο σ' ένα γάιδαρο, έρριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.

Έπειτα από κάμποση ώρα η Μέγιλλα, που είχε αρχίση να λυσσομανά, έβγαλε μια φενάκη πούχε στο κεφάλι της, τόσο καλά προσαρμοσμένην ώστε δεν διεκρίνετο, και παρουσιάσθη κουρεμένη σύρριζα σαν αθλητής από τους πλέον δυνατούς. Εγώ ετρόμαξα όταν την είδα. Αλλ' αυτή μου είπε• Έχεις ξαναϊδή, Λέαινα, ένα τόσο ώμορφο παλληκάρι; Αλλά δεν βλέπω, Μέγιλλα, της είπα, κανένα νέον εδώ.

Ότι θα πεθάνη αν δε σας ξαναϊδή, έστω και μια φορά ακόμη. Σας εξορκίζει να δεχτήτε, στον όρκο που του κάνατε την τελευταία φορά που σας μίλησε». Η Βασίλισσα συλλογίστηκε την άλλη Ιζόλδη, και κάμποση ώρα έμεινε αμίλητη.

Ωστόσο ο Αγαθούλης υπερτερούσε κάπως τον Μαρτίνο, στο ότι έλπιζε πάντα να ξαναϊδή τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, ενώ ο Μαρτίνος δεν έλπιζε τίποτα: επί πλέον είχε χρυσάφι και διαμάντια· και μολονότι είχε χάσει εκατό μεγάλα πρόβατα κόκκινα, φορτωμένα από τους πιο μεγάλους θησαυρούς της γης, μολονότι είχε πάντα στην καρδιά του την ατιμία του ολλανδού πλοιάρχου, ωστόσο, σαν συλλογιζόταν αυτά, που του μείνανε στις τσέπες, και σαν μιλούσε για την Κυνεγόνδη, μάλιστα στο τέλος του φαγητού, έκλινε τότε προς το σύστημα του Παγγλώσση.