United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τριστάνσς γύρισε στη Βρεττάνη, στα Κάρχαιξ, κι' όλοι τον υποδέχτηκαν: ο Δούκας Χοέλ, κι' η γυναίκα του η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Αλλά η Ιζόλδη η Ξανθή τον είχε διώξει. Τι άξιζε πεια γι' αυτόν όλος ο άλλος κόσμος; Πολύν καιρό έλυωσε μακρυά της. Έπειτα μια μέρα, σκέφτηκε ότι έπρεπε να την ξαναϊδή, έστω κι' αν έβανε πάλι τους βαλέδες της να τον χτυπήσουν.

Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουε τόνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περέχυνε το κορμί του. Ήτανε ογδόντα χρονών η Δροσούλα κ' είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι' αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθή και θα ξαναζήση την ίδια της ζωή, θάβαζε γλήγορα και το άλλο πόδι της στο λάκκο να μη ξαναϊδή τέτοια ζωή.

Τις δουλιές, την υπακουή, την πάστρα, τη λιγολογιά. Τις δικές της δεν τις σκέφτηκε καθόλου. Ούτε στο παραθύρι βγήκε, ούτε στους δρόμους. Μόνον την πρώτη Κυριακή ζήτησε να βγη για να συνάξη κάτι πράματά της, λέει. Η κυρία Μαχαλά κούνησε το κεφάλι. Πάει! δε θα την ξαναϊδή. Μα η Ασημίνα γύρισε το βράδυ και νωρίςνωρίς μάλιστα. Και από τότε δεν το πάτησε τα κατώφλι. Έλα Χριστέ και Παναγιά!

Κι άμα ξαλάφρωσε από την πίκρα το Λάμωνα και τους δικούς του και τους εγέμισε χαρά, και θροφή εδοκίμασε και πήγε για ύπνο, όχι όμως δίχως δάκρυα κι αυτόνε, μόνο παρακαλώντας να ξαναϊδή τις Νύμφες στ' όνειρό του και νάρθη γλήγορα η μέρα, που του έταξαν τη Χλόη. Η νύχτα εκείνη του φάνηκεν ότι ήτανε πιο μεγάλη από όλες. Και τούτα γίνανε στο διάστημά της.

Κυττάζει προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . . Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη, ανέκραξε: — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου, και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.