Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου. — Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανερώσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ' αρμό το αίμα μου.

Τι κρύα ανατριχίλα!... Κι' ακούσθηκε: «&Αλή-Πασσά!.. » Καλά παθαίνεις! ..» Σβύννει.& Τα νεανικά αυτού έτη διήλθεν εις την ποιμενικήν ζωήν επί των ορέων της πατρίδος του. Ούτος είχεν υπηρετήσει εις τον πατέρα του Βεζύρου και παρακολουθήσας τρόπον τινα την τύχην του Αλή, είχεν αποκτήση επί του πνεύματος αυτού μεγάλην επιρροήν.

Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του. Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του.

Βαθειά, βαθειά 'ςτόν πάτο Της γης, μέσα 'στά Τάρταρα Απλόνονται αντάρα. Κι' όλο μαυρίλα 'φαίνονταν, Τι φρίκη! . . . Τι τρομάρα! . . . Και μια βοή — 'σάν ποταμιούΑκούω εκεί κάτω. Θόρυβος μέγας γίνονταν, Και ταραχή μεγάλη. Ακούω μαύρους στεναγμούς, Ακούω μοιρολόγια. Ακούω και κλαψήματα, Και λόγια, πόνου λόγια. Κι' ανατριχίλα μ' έπιασε! Και μ' έπιασε μια ζάλη! Κυτάζω· 'σάν τα Τάρταρα Ήταν βαθειά.

Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς· οι Δράκοι βασιλεύουν. Σε 'λίγο το φεγγάρι 'Σάν βασιλέψη τρίβαθο σκοτάδι θε να πάρη. Πόσο το χειμωνιάτικο είν' άγριο το σκοτάδι! Κι' αν ξενυχτίσηςτο βουνό, 'ς το λόγγο, ή λαγκάδι Διπλή σου χύνουντην καρδιά, διπλή ανατριχίλα Το κρύο κ' η μαυρίλα.

Και ο Έφις ξανάρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε το γιατί, αλλά έκλαιγε. Του φαινόταν πως ήταν μόνος στον κόσμο, με σύντροφο το αηδόνι. Ένιωθε ακόμη τα κέρματα των νεαρών από το Νούορο να του χτυπούν το στήθος και ανασκιρτούσε ολόκληρος σαν να τον λιθοβολούσαν∙ ήταν όμως μια ανατριχίλα χαράς, ήταν η ηδονή του μαρτυρίου.

Αλλ' η κραυγή έξω πάντα επίμονη και σαν αχός λυπητερός σημάντρου, την περίχυνε ακόμα πιο πολύ απ' ατέλειωτη ανατριχίλα, την κάρφονε ασάλευτη στου κρεββατιού τη στρώση, της έσβυνε τη φωνή στον λάρυγγα μ' ένα ξερό βήξιμο, απαράλλαχτα όπως κάνη σβύνοντας τ' αναμμένο κάρβουνο στο νερό.

Ως τόσο η Βαβυλώναπού να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχηέλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου; · Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ.

Μα Πολίτης για πάντα, μου αποκρίνεται, και σύγκαιρα σκουντάει το πλευρό μου με ταγκωνάκι της. Μου ήρθε σαν είδος τρέλλα· έτσι να χυμίξω και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Και θα τόκαμνα ίσως αυτό, μόνο που θάρρεψα πως μου φανερώθηκε άξαφνα η όψη της μάννας μου! Πάει αμέσως και τρέλλα κι ανατριχίλα!

Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν